Αθανάσιος Διάκος1788 – 1821
Από τους Ï€ÏωτεÏγάτες του ÎµÎ¸Î½Î¹ÎºÎ¿Ï Î¾ÎµÏƒÎ·ÎºÏ‰Î¼Î¿Ï ÏƒÏ„Î·Î½ Ανατολική ΣτεÏεά Ελλάδα και ήÏωας της μάχης της Αλαμάνας. Γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα (ο σημεÏινός Αθανάσιος Διάκος του ÎÎ¿Î¼Î¿Ï Î¦Ï‰ÎºÎ¯Î´Î±Ï‚) το 1788 και το Ï€Ïαγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος ΜασαβÎτας. Ο πατÎÏας του Îικόλαος, μη μποÏώντας να αντÎξει τα βάÏη της πολυμελοÏÏ‚ οικογÎνειάς του, τον Îστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήÏι του Αγίου Ιωάννου Î ÏοδÏόμου, σε ηλικία 12 ετών. Î Îντε χÏόνια αÏγότεÏα χειÏοτονήθηκε διάκονος, αλλά γÏήγοÏα εγκατÎλειψε την καλογεÏική, όταν σκότωσε Îνα τοÏÏκο αγά, επειδή, σÏμφωνα με κάποια παÏάδοση, αυτός του Îθιξε τον ανδÏισμό του, θαμπωμÎνος από την ομοÏφιά του. Ο νεαÏός Αθανάσιος εντάχθηκε ως Ï€ÏωτοπαλίκαÏο στο σώμα του οπλαÏÏ‡Î·Î³Î¿Ï Î“Î¿Ïλα Σκαλτσά, συνεχίζοντας την οικογενειακή παÏάδοση, καθώς ο παπποÏÏ‚ και ο θείος του είχαν διατελÎσει κλÎφτες.
Τότε Îλαβε και το Ï€ÏοσωνÏμιο Διάκος, με το οποίο Îγινε γνωστός κι Îμεινε στην ιστοÏία. Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας Ï€ÏοÎστατο ο ΟδυσσÎας ΑνδÏοÏτσος. Όταν ο ΑνδÏοÏτσος διοÏίστηκε αÏχηγός στο αÏματολίκι της Λιβαδιάς, ο Διάκος τον ακολοÏθησε. Μετά τη αποχώÏηση του ΑνδÏοÏτσου, ο Διάκος ανακηÏÏχθηκε καπετάνιος του καζά (θÏÎ·ÏƒÎºÎµÏ…Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î»ÎµÎ¹Ï„Î¿Ï…ÏγοÏ) της πόλης τον ΟκτώβÏιο του 1820, ενώ την ίδια πεÏίοδο μυήθηκε στη Φιλική ΕταιÏεία.
Στις 27 ΜαÏτίου 1821, ο Αθανάσιος Διάκος Ï€Ïωτοστατεί στην κήÏυξη της Επανάστασης στην Ανατολική ΣτεÏεά (Μονή Οσίου Λουκά), μετά από συνεννόηση με τους ΑχαιοÏÏ‚, που είχαν επαναστατήσει μία εβδομάδα νωÏίτεÏα. ΚατοÏθώνει να στÏατολογήσει 5.000 χωÏικοÏÏ‚ με την άδεια του βοεβόδα της Λιβαδειάς, Χασάν Αγά με το Ï€Ïόσχημα την απόκÏουση του ΑνδÏοÏτσου. Στις 30 ΜαÏτίου Ï€Îφτει η Λιβαδιά στα χÎÏια των επαναστατών και στη συνÎχεια ο Διάκος οÏγανώνει την κατάληψη της Αταλάντης (31 ΜαÏτίου) και της Θήβας (1 ΑπÏιλίου), ενώ λίγο αÏγότεÏα κυÏιεÏει το ισχυÏÏŒ φÏοÏÏιο της Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας). ΑκολοÏθως, επιχειÏεί να καταλάβει τη Λαμία, το διοικητικό κÎντÏο της πεÏιοχής και το ΠατÏατζίκι (Υπάτη), χωÏίς, όμως, επιτυχία, καθότι ο τοπικός οπλαÏχηγός Μήτσος Κοντογιάννης αÏνήθηκε να βοηθήσει, επειδή θεωÏοÏσε άκαιÏο τον ξεσηκωμό.
Η ΣτεÏεά και η Πελοπόννησος βÏίσκονται σε επαναστατικό αναβÏασμό και τα κακά μαντάτα δεν αÏγοÏν να φθάσουν στον ΧουÏσίτ. Ο Πασάς της Πελοποννήσου βÏίσκεται στην ΉπειÏο επικεφαλής στÏατευμάτων για να τιμωÏήσει τον Αλή Πασά, που δείχνει τάσεις αυτονομίας από τον Σουλτάνο. Ο ΧουÏσίτ διατάσσει τον ΟμÎÏ Î’Ïυώνη και τον ΚιοσΠΜεχμÎÏ„ να καταστείλουν την Επανάσταση στη ΡοÏμελη και στη συνÎχεια να Ï€ÏοχωÏήσουν από δÏο κατευθÏνσεις Ï€Ïος την Πελοπόννησο για την άÏση της πολιοÏκίας της ΤÏιπολιτσάς. Στις 17 ΑπÏιλίου οι δÏο πασάδες με 8.000 άνδÏες στÏατοπεδεÏουν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετÏα Îξω από τη Λαμία.
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος για τους επαναστατημÎνους Έλληνες.
Οι οπλαÏχηγοί της πεÏιοχής συσκÎπτονται στο χωÏιό Καμποτάδες (20 ΑπÏιλίου 1821) και αποφασίζουν να υπεÏασπιστοÏν όλες τις διαβάσεις του ΣπεÏÏ‡ÎµÎ¹Î¿Ï (Αλαμάνας), διαμοιÏάζοντας τους 1500 άνδÏες που διαθÎτουν, ώστε να αποκόψουν την Ï€Ïόσβαση των ΤοÏÏκων Ï€Ïος τα Σάλωνα και τη Λιβαδιά. Το εναλλακτικό σχÎδιο του Γιάννη Δυοβουνιώτη για την από ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï Î±Î½Ï„Î¹Î¼ÎµÏ„ÏŽÏ€Î¹ÏƒÎ· των ΤοÏÏκων στον ΓοÏγοπόταμο αποÏÏίπτεται. Έτσι, ο ΠανουÏγιάς ΠανουÏγιάς με 600 άνδÏες οχυÏώνεται στα υψώματα της Χαλκωμάτας, ο Δυοβουνιώτης καταλαμβάνει τη χαÏάδÏα του ΓοÏγοποτάμου με 400 άνδÏες και ο Διάκος με 500 άνδÏες θα αντιμετώπιζε τον εχθÏÏŒ στην ξÏλινη γÎφυÏα της Αλαμάνας (ΣπεÏχειοÏ), πλησίον των ΘεÏμοπυλών. Το Ï€Ïωί της 23ης ΑπÏιλίου οι ΤοÏÏκοι επιτίθενται ταυτόχÏονα και στα Ï„Ïία σώματα των επαναστατών. Ο ΠανουÏγιάς και ο Δυοβουνιώτης υποχÏεώνονται να υποχωÏήσουν, Ï€Ïο των Ï…Ï€ÎÏτεÏων δυνάμεων του ΟμÎÏ Î’Ïυώνη, με συνÎπεια ο κÏÏιος όγκος των Οθωμανών υπό τον ΚιοσΠΜεχμÎÏ„ να επιπÎσει επί του Διάκου στην Αλαμάνα.
Ο Διάκος αÏνείται να φÏγει και να σωθεί, όπως τον Ï€ÏοÎÏ„Ïεψαν οι συμπολεμιστÎÏ‚ του και ως άλλος Λεωνίδας με μόνο 48 άνδÏες μÎνει και πολεμά μÎχÏις εσχάτων. Κατά τη διάÏκεια της μάχης, το σπαθί του σπάει κι Îνα εχθÏικό βόλι τον Ï„Ïαυματίζει στον δεξιό ώμο, στο οποίο κÏατά το πιστόλι. Î Îντε Αλβανοί οÏμοÏν στο χαÏάκωμά του και τον συλλαμβάνουν αιχμάλωτο. Ο επίλογος της μάχης γÏάφεται την επόμενη ημÎÏα. Στις 24 ΑπÏιλίου, ο αιχμάλωτος Αθανάσιος Διάκος, με ανοιχτÎÏ‚ και αιμάσουσες τις πληγÎÏ‚ του, μεταφÎÏεται στη Λαμία. Οι Οθωμανοί του Ï€Ïοτείνουν να Ï€Ïοσκυνήσει και να συνεÏγαστεί μαζί τους. Ο Διάκος υπεÏήφανα αÏνείται: «Εγώ ΓÏαικός γεννήθηκα, ΓÏαικός θελ’ να πεθάνω» φÎÏεται να τους απάντησε.
Ο ελληνικής καταγωγής ΟμÎÏ Î’Ïυώνης δεν θÎλησε να τον σκοτώσει, Î±Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Î½ γνώÏιζε Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬ από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμοÏσε τις ικανότητÎÏ‚ του. ΕπÎμενε, όμως, ο Χαλήλμπεης, σημαίνων ΤοÏÏκος της Λαμίας, ο οποίος Îπεισε τον ΚιοσΠΜεχμÎÏ„, ιεÏαÏχικά ανώτεÏο του ΟμÎÏ Î’Ïυώνη, ότι ο Διάκος θα ÎÏ€Ïεπε να τιμωÏηθεί παÏαδειγματικά, επειδή είχε σκοτώσει πολλοÏÏ‚ ΤοÏÏκους. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος δια Î±Î½Î±ÏƒÎºÎ¿Î»Î¿Ï€Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ εκτελÎστηκε την ίδια μÎÏα. Î ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î¾ÎµÏˆÏ…Ï‡Î®ÏƒÎµÎ¹, ο Διάκος λÎγεται ότι είπε το αυτοσχÎδιο τετÏάστιχο: Για ιδÎÏ‚ καιÏÏŒ που διάλεξε ο χάÏος να με πάÏει τώÏα Ï€’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χοÏτάÏι
Οι Οθωμανοί Ï€ÎÏασαν από την Αλαμάνα, όπως και οι Î ÎÏσες από τις διπλανÎÏ‚ ΘεÏμοπÏλες Ï€Ïιν από χιλιάδες χÏόνια, αλλά εγκλωβίστηκαν στην πεÏιοχή, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ„Î· συνÎχεια ανÎλαβε δÏάση ο ΟδυσσÎας ΑνδÏοÏτσος. Έτσι, δόθηκε ο απαÏαίτητος χÏόνος για το στÎÏιωμα της Επανάστασης. Ο μαÏτυÏικός θάνατος του ΑνδÏοÏτσου συγκλόνισε και ταυτόχÏονα εμψÏχωσε τους αγωνιστÎÏ‚. Η ζωή του και η μαÏτυÏική του θυσία ενÎπνευσαν τη λαϊκή μοÏσα… Ο Θάνατος του Διάκου Πολλή μαυÏίλα πλάκωσε, μαÏÏη σαν καλιακοÏδα, καν ο ΚαλÏβας ÎÏχεται, καν ο Λεβεντογιάννης. -Ουδ’ ο ΚαλÏβας ÎÏχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης, ΟμÎÏ-Î’Ïυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες. Ο Διάκος σαν Ï„’αγÏίκησε, Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Ï… κακοφάνη, ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον Ï€Ïώτο του φωνάζει:- Το στÏάτευμά μου σÏναξε, μάσε τα παληκάÏια, δωσ’ τους μπαÏοÏτη πεÏισσή και βόλια με τις φοÏχτες γλήγοÏα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα, όπου ταμποÏÏια δυνατά Îχει και μετεÏίζια.
ΕπήÏαν Ï„’ αλαφÏά σπαθιά και τα βαÏιά τουφÎκια, στην Αλαμάναν’ Îφτασαν κι’ Îπιασαν τα ταμποÏÏια. -ΚαÏδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθήτε, ανδÏεία ωσάν Έλληνες, ωσάν ΓÏαικοί σταθήτε! Εκείνοι εφοβήθηκαν κι’ εσκόÏπισαν στους λόγγους. Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβÎντες, Ï„Ïεις ÏŽÏες επολÎμαε με δεκοχτώ χιλιάδες. Σκίστηκε το τουφÎκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια, και το σπαθί του ÎσυÏε και στη φωτιά ν’ εμπήκε, Îκοψε ΤοÏÏκους άπειÏους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.Πλην το σπαθί του Îσπασε ν’απάν’ από τη χοÏφτα κι’ Îπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθÏών τα χÎÏια. Χίλιοι τον πήÏαν απ’ εμπÏός και δυο χιλιάδες πίσω. Κι’ ΟμÎÏ Î’Ïιώνης μυστικά στο δÏόμο τον εÏώτα: – ΓÎνεσαι ΤοÏÏκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης, να Ï€Ïοσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης; Κι’ εκείνος Ï„’ απεκÏίθηκε και με θυμό του λÎει:-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουÏτάτες να χαθήτε, εγώ ΓÏαικός γεννήθηκα, ΓÏαικός θελ’ απεθάνω.
Αν θÎλετε χίλια φλωÏιά και χίλιους μαχμουτιÎδες, μόνο Ï€Îντ’ Îξι ημεÏών ζωή να μου χαÏίστε, όσο να φτάσ’ ο ΟδυσσεÏÏ‚ και ο Θανάσης Βάγιας. Σαν Ï„’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκÏυα φωνάζει: -Χίλια πουγγιά σας δίνω ‘γω κι’ ακόμα πεντακόσια, το Διάκο να χαλάσετε, το φοβεÏÏŒ τον κλÎφτη, ότι θα σβήση την ΤουÏκιά και όλο το ΔοβλÎτι. Το Διάκο τον επήÏανε και στο σουβλί τον βάλαν, ΟλόÏθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελοÏσε. Την πίστη τους τους ÎβÏιζε, τους Îλεγε μουÏτάτες. – ΕμÎν’ αν εσουβλίσετε , Îνας ΓÏαικός εχάθη ας είν’ καλά ο ΟδυσσεÏÏ‚ κι’ ο καπιτάν Îικήτας, αυτοί θα κάψουν την ΤουÏκιά κι’ όλο σας το ΔοβλÎτι. Η Πελοποννησιακή παÏαλλαγή του Ï„ÏÎ±Î³Î¿Ï…Î´Î¹Î¿Ï Î¤Ïεις πεÏδικοÏλες κάθουνται στου Διάκου το ταμποÏÏι,μίνια τηÏάει τη Λειβαδιά κι’ άλλη το ΚαÏπενήσι, η ΤÏίτη νη καλÏτεÏη μοιÏολογάει και λÎει: Πολλή μαυÏίλα ν’ ÎÏχεται στου Διάκου το ταμποÏÏι καν ο ΚαλÏβας ÎÏχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
– Μήτε ο ΚαλÏβας ÎÏχεται μητ’ ο Λεβεντογιάννης, ΟμÎÏ Î’Ïιγιώνης, το σκυλί, με δεκοχτώ χιλιάδες. Και ο σεÎζης του μιλάει του Διάκου και του λÎει: – Διάκο, πάμε να φÏγουμε, πάμε στην Αλασσόνα, Ï€’ εκεί είν’ ο τόπος δυνατός, ταμποÏÏια για να πιάσ’ με Ï„’ ασκÎÏια σου κιοτÎψανε και πήÏανε τους λόγγους. Κι’ Îμειν’ ο Διάκος μοναχός, με δεκοχτώ νομάτους, Ï„Ïεις ημεÏοÏλες πολεμάει και Ï„Ïία μεÏονÏχτια. ΕμαÏÏισε κι’ αÏάχνιασε, σα μαÏÏη καλιακοÏδα, απ’ τις μπαÏοÏτες τις πολλÎÏ‚ κι’ απ’τα πολλά τα σμπάÏα. Τσακίστη το ντουφÎκι του απ’τα πολλά ντουφÎκια, το ‘σπασε το σπαθάκι του απάν’ από τη χοÏφτα, τότε τον πιάσαν ζωντανόν κειν’ τα κοντοτουÏκάκια. Κι’ ο ΟμÎÏ-Î’Ïιγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λÎει: – Διάκο, ΤοÏÏκος δε γÎνεσαι, πασά για να σε κάνω; – Τι λες, μωÏΠβÏωμόσκυλο, τι λες, μωÏΠμουÏτάτη; εγώ γÏαικός γεννήθηκα, γÏαικός θÎλα πεθάνω. Τότε τον βάλαν στο σουγλί και παν να τόνε ψήσουν, κι’ ο Διάκος ετÏαγοÏδαγε της άνοιξης Ï„ÏαγοÏδι: – Για ιδÎÏ‚ καιÏÏŒ που διάλεξε ο ΧάÏος να με πάÏη, τώÏα το Μάη, την άνοιξη, Ï€’ ανοίγουν τα λουλοÏδια!