Βασιλική καταγωγή
Η Αγία ΑικατεÏίνη είναι από τις πιό κοσμοαγάπητες Αγιες. Της κτίζουνε οι ανθÏώποι μεγαλοπÏεπείς ÎαοÏÏ‚ στο όνομα της. Οι ÏήτοÏες της πλÎξανε τα καλλίτεÏα εγκώμια. Οι υμνογÏάφοι της συνÎθεσαν τους ωÏαιότεÏους Ïμνους. Οι μεγαλÏτεÏοι αγιογÏάφοι ασχολήθησαν με την μοÏφή της. Και οι ζωγÏάφοι κάνουν τις θαυμασιώτεÏες εικόνες γι’ αυτήν.Γιατί όμως είναι τόσο δημοφιλής; Διότι υπήÏξαν μεγάλα τα κατοÏθώματα της. Î Ïάγματι, θαυμαστά και Ï…Ï€ÎÏοχα είναι τόσο η δÏάσις της, όσο και τα ÎÏγα της, όπως θα δοÏμε. Η Αγία ΑικατεÏίνη γεννήθηκε στην Ελληνικώτατη και μεγάλη πόλη της ΑιγÏπτου, την ΑλεξάνδÏεια. Η οικογÎνεια της ήτανε από τις μεγαλÏτεÏες και επισημότεÏες οικογÎνειες.Είχε καταγωγή βασιλική. Ήταν απόγονος των Πτολεμαίων, των βασιλÎων της ΑιγÏπτου. Ο δε πατÎÏας της λεγόταν Κώνστας και είχε διοÏισθή από εκείνους, που διοικοÏσαν την Ρωμαϊκή αυτοκÏατοÏία τοπάÏχης στην ΚÏÏ€Ïο. Κατόπιν όμως μετετÎθη στην ΑλεξάνδÏεια. Εις δε την ΚÏÏ€Ïο Îμεινε Îνας αδελφός του.
Όταν όμως Ï€Îθανε ο πατÎÏας της ΑικατεÏίνης, αυτή ωδηγήθηκε στην ΚÏÏ€Ïο, στον θείο της. Αλλά, όταν εκείνος Îμαθε, οτι συμπαθοÏσε την ΧÏιστιανική ΘÏησκεία, την Îκλεισε στην φυλακή. Κατ’ αÏχάς μεν στην Σαλαμίνα και μετά στην Πάφο. Κατόπιν από εκεί την Îστειλε πάλιν στην ΑλεξάνδÏεια. ΣήμεÏα στην ΚÏÏ€Ïο κοντά στο νεκÏοταφείο της αÏχαίας πόλεως Σαλαμίνος, υπάÏχη φυλακή που λÎγεται ” Φυλακή της Αγίας ΑικατεÏίνης”. ΜόÏφωσις καταπληκτική Η ΑικατεÏίνη ήτανε εξυπνότατη και είχε μεγάλη ÏŒÏεξι, για σπουδή και γÏάμματα. Ως τα δεκαοκτώ χÏόνια Îμαθε Ï„Îλεια την Ελληνική και Ρωμαϊκή Παιδεία και Επιστήμη. Έμαθε τους μεγάλους ποιητÎÏ‚, τον ΌμηÏο και τον ΒιÏγίλιο. ΣποÏδασε την ΙατÏική και διάβασε τον ΙπποκÏάτη και τον Γαληνό, τους ιατÏοÏÏ‚. ΠεÏισσότεÏο όμως ασχολήθηκε με την Φιλοσοφία. Τον ΑÏιστοτÎλη, τον Πλάτωνα, τον Φιλιστίωνα και τους άλλους φιλοσόφους τους Îπαιζε στα δάκτυλα. Ασχολήθηκε και με τους μεγάλους μάγους και αποκÏυφιστάς, τον ΔιονÏσιον και την Σίβυλλαν. Έμαθε την ÏητοÏική Ï„Îχνη και είχε ευφÏάδεια καταπληκτική. Έμαθε επίσης πολλÎÏ‚ γλώσσες.
Τόση δε ήταν η εξυπνάδα της και η σοφία, που απÎκτησε, ώστε Îμειναν κατάπληκτοι όσοι την Îβλεπαν και την άκουγαν. ΠαÏθενική ζωή Είχε κάλλος και ομοÏφιά ασÏγκÏιτη. Όταν μεγάλωσε, από το Îνα μÎÏος η ομοÏφιά και η κοÏμοστασιά της νÎας και από το άλλο η σοφία και η μόÏφωσις συγκίνησαν πολλοÏÏ‚ πλοÏσιους, άÏχοντες και αξιωματοÏχους. ΣτÏατιωτικοί, Συγκλιτικοί, μοÏφωμÎνοι και μεγιστάνοι του πλοÏτου την ζητήσανε σε γάμο. Όχι μόνο από την ΑλεξάνδÏεια, αλλά ακόμη και από τη Ρώμη. Εκείνη όμως ταπεινά απαντοÏσε σε όλους, οτι δεν ήθελε να παντÏευτή. Και, όταν επÎμειναν γι’ αυτό φοÏτικά, εκείνη απαντοÏσε οτι θÎλει να ζήση μοναχή της και να πεÏάσητη ζωή της εν παÏθενία. Η μητÎÏα της όμως, που σκεπτόταν κοσμικά και οι συγγενείς της την πιÎζανε καθημεÏινά. Της λÎγανε, οτι είναι ανάγκη να παντÏευτή για να μην φÏγουν από τα χÎÏια της οι οικογενιακοί τίτλοι. Είναι κÏίμα, της τόνιζαν, με Ï„Îτοια ομοÏφιά, με Ï„Îτοια μόÏφωσι και με τόσον πλοÏτο και οικογενιακή δόξα να μείνης ανÏπαντÏη, Τότε η ΑικατεÏίνη, για να πάψουν να την ενοχλοÏν η μάννα της και οι συγγενείς της τους είπε:- Î’ÏÎστε μου εσείς Îνα νÎον, που να μου μοιάζη σ’ αυτά τα χαÏίσματα που λÎτε, πως τα Îχω παÏαπάνω από τις άλλες κοπÎλλες και θα τον παντÏευτώ. Διότι δεν καταδÎχομαι να πάÏω κατώτεÏο μου. Ψάξτε, λοιπόν, παντοÏ.
Αν όμως του λείπη Îστω και Îνα από αυτά, είτε η ευγενικιά καταγωγή, είτε ο πλοÏτος, είτε η σοφία, είτε η ομοÏφιά, να ξÎÏετε, πως δεν θα τον πάÏω. – Είναι, της είπαν, ο γιός του αυτοκÏάτοÏα της Ρώμης και μεÏικοί άλλοι αξιωματοÏχοι. Αυτοί και από μεγάλη οικογÎνεια είναι και πλουσιώτεÏοι από σÎνα. Μόνο στην ομοÏφιά και στην μόÏφωσι είναι λίγο κατώτεÏοι σου. – Î‘Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ κατώτεÏοι μου, σας είπα, δεν δÎχομαι, τους απάντησε. Ο ασκητής την καθοδηγεί Όταν η μητÎÏα της είδε, οτι δεν μποÏοÏσε να την καταφÎÏη να παντÏευτή, σκÎφθηκε να συμβουλευτή Îναν άγιο άνθÏωπο, και σοφό ΧÏιστιανό, που τον λÎγανε Ανανία. Αυτός ασκήτευε Îξω από την πόλη, κÏυμμÎνος σε μια εÏημική τοποθεσία.ΠήÏε, λοιπόν, την ΑικατεÏίνη και πήγανε να τον συμβουλευθοÏνε.Ο ασκητής τους άκουσε με Ï€Ïοσοχή. Στο καθαÏÏŒ μυαλό του Îκαναν εντÏπωση τα γνωστικά λόγια της ΑικατεÏίνης και σκÎφθηκε να πλησιάση την καÏδιά της στον ΟυÏάνιο Îυμφίο – ΧÏιστό. – Εγώ, τους είπε, ξÎÏω Îναν θαυμάσιο γαμπÏÏŒ. Αυτός σε πεÏνάει σε όλα τα χαÏίσματα που είπες, οτι Îχεις. Δεν του βγαίνεις μπÏοστά Του. Η ΑικατεÏίνη σαν το άκουσε αυτό Îχασε το χÏώμα της. Îόμισε πως κάποιος επίγειος άÏχοντας θα ήταν και θα βÏισκόταν τώÏα σε δÏσκολη θÎση ν’ αÏνηθή. – Μα υπάÏχει Ï„Îτοιος άνθÏωπος Ï€Ïάγματι; Του είπε. – Παιδί μου με βλÎπεις, πως είμαι γÎÏοντας με άσπÏα γÎνεια και Îχω βάλει ÏŒÏο στη ζωή μου να μην πω ποτΠψÎμα, διότι το απαγοÏεÏει ο Θεός. – Î‘Ï†Î¿Ï Îτσι είναι, μποÏÏŽ να ιδώ και να συναντήσω τον νÎον αυτόν; Ρώτησε η ΑικατεÏίνη. – Και βÎβαια μποÏείς! ΑποκÏίθηκε ο ασκητής. ΑÏκεί να με ακοÏσης σε οτι θα σου πω. – ΕυχαÏίστως, του απάντησε, γιατί σε βλÎπω σεβάσμιο και γνωστικό γÎÏοντα. – Άκουσε,παιδί μου.
ΠάÏε αυτή την Εικόνα της Παναγίας, που κÏατάει το Θείο Î’ÏÎφος στην αγκαλιά της και πήγαινε στο σπίτι σου. Κλείσε την πόÏτα του δωματίου σου και Ï€Ïοσευχή σου όλη τη νÏκτα. Η Παναγία θα σε οδηγήση και θα σε φωτίση. ΑÏÏιο δε Îλα πάλι να τα ποÏμε. Ο Îυμφίος την αποστÏÎφεται Î Ïάγματι η ΑικατεÏίνη πήÏε την Εικόνα της ΘεομήτοÏος από τον Ασκητή και πήγε στο σπίτι της γεμάτη σκÎψεις και αποÏίες. Εκεί στο αÏχοντικό της άφησε εντολή να μην την ενοχλήση κανείς και κλείστηκε, όπως της είπε ο ασκητής, ολομόναχη στο δωμάτιο της. Î Ïοσευχόταν τη νÏκτα συνεχώς. Τα βαθειά μεσάνυχτα, όμως, από την κοÏÏασι και την αγωνία, την πήÏε ο Ïπνος. Και τι βλÎπει στον Ïπνο της! ΒλÎπει την Βασίλισσα των ΟυÏανών, την ΠαÏθÎνα ΜαÏία, με το Θείο Î’ÏÎφος τον ΧÏιστόν στην αγκαλιά της. Ο ΧÏιστός ακτινοβολοÏσε πεÏισσότεÏο από τον ήλιο. Κοίταζε όμως την ΜητÎÏα του και όχι την ΑικατεÏίνη. Η ΑικατεÏίνη δεν μποÏοÏσε να ιδή το Î Ïόσωπο Του. ΒλÎπει επίσης στον Ïπνο της, πως άλλαξε θÎση. Πήγε από το άλλο μÎÏος για να αντικÏÏση το Ï€Ïόσωπο Του και το βλÎμμα Του. Ο ΧÏιστός όμως γÏÏισε από το αντίθετο μÎÏος το Ï€Ïόσωπο Του. Αυτό συνÎβη Ï„Ïείς φοÏÎÏ‚. Στην Ï„Ïίτη φοÏά άκουσε την Παναγία να λÎγη: – Κοίταξε παιδί μου, την δοÏλη Σου ΑικατεÏίνη πόσο ωÏαία είναι, πόσο όμοÏφη, πόσο λαμπÏή… – Όχι, απάντησε, το Θείο Î’ÏÎφος. Είναι άσχημη, μαÏÏη και σκοτεινή.
Δεν μποÏÏŽ να την βλÎπω. – Μα είναι η πιο όμοÏφη από όλους τους φιλοσόφους και ÏήτοÏας, η πιό ευγενής και η πιό πλοÏσια από όλες τις νÎες του τόπου, λÎγει η Παναγία. – Και Εγώ, λοιπόν ΜητÎÏα, σου λÎγω πως είναι αμόÏφωτη, φτωχή και άξια πεÏιφÏονήσεως. Εφ’ όσον βÏίσκεται στην κατάσταση που βÏίσκεται ( πλάνη της ειδωλολατÏίας ή της αθεÎας ), δεν καταδÎχομαι να Μου ιδή το Ï€Ïόσωπο Μου. – Παιδί μου, μη την καταφÏονείς την νÎα. Βοήθησε την, καθοδήγησε την, πως να μποÏÎση να ιδή το Ï…Ï€ÎÏλαμπÏον Ï€Ïόσωπον Σου, Ï€Ïόσθεσε η Θεοτόκος. – Îα πάη, απάντησε ο ΧÏιστός, στο γÎÏοντα που της Îδωσε την Εικόνα και οτι εκείνος την συμβουλÎψη, να κάνη. Μόνον Îτσι θα ιδή το Ï€Ïόσωπον Μου και θα νοιώση χαÏά ανείπωτη και θα βÏή την ευτυχία της. Αυτά βεβαίως η ΑικατεÏίνη τα είδε, όπως είπαμε, στον Ïπνο της και ξÏπνησε ταÏαγμÎνη. Το δακτυλίδι της Θείας Μνηστείας ÎÏχτα σχεδόν ξεκίνησε με μεÏικÎÏ‚ άλλες γυναίκες, για να συναντήση τον άγιο εκείνο γÎÏοντα ασκητή. Όταν Îφτασε, Îπεσε με δάκÏυα στα πόδια του και άÏχισε να του διηγήται λεπτομεÏÏŽÏ‚ όσα είδε στον Ïπνο της. Έπειτα τον παÏακαλοÏσε να την συμβουλÎψη τι να κάνη, για να μποÏÎση να ιδή το Ï€Ïόσωπον του ΧÏιστοÏ. Ο ασκητής δεν Îχασε την ευκαιÏία. Της μίλησε για την χÏιστιανική Πίστι.
Για τα μυστήÏια του σÏμπαντος και τον Ï€ÏοοÏισμό του ανθÏώπου. Της είπε Îπειτα για τον Îυμφίον – ΧÏιστόν και την αγάπη, που Îδειξε για το ανθÏώπινο γÎνος, ώστε να εγκαταλείψη την Βασιλεία των ΟυÏανών και να Îλθη στη γη και να σταυÏωθή για την κάθε ψυχή. Ακόμη της είπε για την ευτυχία, που ευÏίσκουν οι ψυχÎÏ‚, που κατοÏθώνουν να γυÏίσουν στον ΧÏιστό, να συνδεθοÏν μαζί Του και να γίνουν νÏμφες Του. Η ΑικατεÏίνη Ï„’ άκουσε όλα αυτά με μεγάλη Ï€Ïοσοχή. Το σοφό μυαλό της και η ευαίσθητη καÏδιά της δεν άÏγησαν να κλείσουν μÎσα τους την αλήθεια της χÏιστιανικής Πίστεως. Ζήτησε μάλιστα να βαπτισθή. ΜÎχÏι τότε ήταν αβάπτιστη. Î Ïάγματι ο ασκητής, που είδε την αγάπη της Ï€Ïος τον ΧÏιστό, την εβάπτισε. ΧαÏοÏμενη τώÏα η ΑικατεÏίνη, πήγε στο μÎγαÏο και όλη τη νÏχτα Ï€Ïοσευχότανε στον ΧÏιστό. Τι χαÏά ήταν εκείνη! Τι ευτυχία!… Όταν όμως την πήÏε ο Ïπνος, βλÎπει πάλι την Παναγία, με το λαμπεÏÏŒ Θείο Î’ÏÎφος. Αλλά αυτή τη φοÏά, δεν γÏÏισε το Î’ÏÎφος Î±Î»Î»Î¿Ï Ï„Î± μάτια Του. Αλλά την κοίταζε με γλυκό και γαλήνιο βλÎμμα. – Πως, Τον Ïώτησε η ΠαÏθÎνος, Σου φαίνεται τώÏα η νÎα; – ΤώÏα μάλιστα, απάντησε! ΤώÏα Îγινε λαμπεÏή, Îνδοξη, πλοÏσια και πάνσοφος. Τίποτε από τα παλαιά δεν ευÏίσκω επάνω της. Έφυγε το σκοτάδι. Εξαφανίστηκε η ασχήμια της. Χάθηκε η φτώχια και η αμοÏφωσιά της. ΤώÏα είναι καλή.
Είναι γεμάτη χαÏÎÏ‚ και αγαθά. ΤώÏα, μάλιστα, συμφωνώ και αποφασίζω να την μνηστευθώ, για νÏμφη Μου άφθοÏο. Τότε η ΑικατεÏίνη, είδε, πως Îπεσε χάμω και πως με δάκÏυα Του Îλεγε: – ΥπεÏÎνδοξε ΔÎσποτα, δεν είμαι άξια να ιδώ την Βασιλεία Σου. Αλλά αξίωσε με να γίνω μια ταπεινή δοÏλη Σου. Εκείνη τη στιγμή βλÎπει – στον Ïπνο της πάντα – την Παναγία να της πιάνη το δεξί της χÎÏι και να λÎγη: – Δός της παιδί Μου, το δακτυλίδι, να την νυμφευθής, για να την αξιώσης της Βασιλείας Σου της αιωνίου. Î Ïάγματι! Ο Δεσπότης – ΧÏιστός της Îβαλε στο δάκτυλο Îνα ωÏαίο δακτυλίδι και της είπε: ” Î™Î´Î¿Ï ÏƒÎ®Î¼ÎµÏα σε λαμβάνω για νÏμφη Μου άφθοÏο και αιώνιο. ΦÏλαξε με ακÏίβεια αυτή τη συμφωνία και μη λάβης πλÎον άλλον νυμφίον επίγειον”. Με τα λόγια αυτά του ΧÏÎ¹ÏƒÏ„Î¿Ï Î¾Ïπνησε η Αγία ΑικατεÏίνη. Κοίταξε το δεξί της χÎÏι και βλÎπει – ÏŽ του θαÏματος! – οτι φοÏοÏσε το δακτυλίδι, ενώ στη ζωή της ποτΠάλλοτε δεν είχε φοÏÎσει! ΠλημμÏÏισε τότε η καÏδιά της από ιεÏή συγκίνησι και θείο ÎÏωτα. Δόθηκε από τότε ολόψυχα στον ΧÏιστό. ΑκοÏÏαστη στην υπηÏεσία Του Η μεταστÏοφή της στον ΧÏιστιανισμό Îκανε μεγάλη εντÏπωση σ’ όλους εκεί στην ΑλεξάνδÏεια. Î ÏοσπαθοÏσε να κάνη πολλÎÏ‚ και καλÎÏ‚ Ï€Ïάξεις και ν’ αÏÎσει στον Îυμφίο της ΧÏιστό. Σκεφτόταν πάντα τον ΧÏιστόν. ΜελετοÏσε για τον ΧÏιστό. ΖοÏσε για τον ΧÏιστό. ΕÏγαζόταν ακοÏÏαστα για τον ΧÏιστό.
Έγινε το υπόδειγμα της ΧÏιστιανής παÏθÎνου. ΠονοÏσε όμως η καÏδιά της, όταν Îβλεπε, οτι οι άλλες κοπÎλλες, αλλά και πολÏÏ‚ κόσμος βÏισκότανε στο σκοτάδι της ειδωλολατÏίας, χωÏίς να γνωÏίζει τον ΧÏιστό. Γι’ αυτό επιδόθηκε ολόψυχα στη διάδοση της διδασκαλίας του ΧÏιστοÏ. Με την ευγλωττία και το παÏάδειγμα της, Ï„Ïάβηξε πολλοÏÏ‚ συμπολίτες της στην Πίστη του ΧÏÎ¹ÏƒÏ„Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ï€Ïο παντός διανοοÏμενους. Εκεί ÎÏÏιξε τα δίχτυα σαν άλλος Î ÎÏ„Ïος: Στις οικογÎνειες των ευγενών και διανοουμÎνων, της ανωτÎÏας λεγομÎνης τάξεως. ΧάÏιν του Ευαγγελίου δεν λογάÏιαζε κόπους και κινδÏνους. ΔοÏλευε στο ιεÏαποστολικό της ÎÏγο, όχι μόνο στην ΑλεξάνδÏεια, αλλά και στα γÏÏω μÎÏη. Ήταν ακοÏÏαστη. Ο Ï„ÏÏαννος διατάσσει Δεν ήταν όμως εÏκολη και ακίνδυνη η εÏγασία της αυτή. Κατά τους χÏόνους εκείνους, που Îζησε η ΜεγαλομάÏτυς ΑικατεÏίνη, ο ΧÏιστιανισμός ευÏισκόταν σε συνεχή και ανελÎητο διωγμό. Όποιος Îλεγε πως πιστεÏει στον ΧÏιστό, όποιος Îλεγε πως ήταν ΧÏιστιανός, ήτανε σαν να Ï…Ï€ÎγÏαφε την θανατική του καταδίκη. Μετά από ανακÏίσεις, άÏχιζαν τα μαÏÏ„ÏÏια. ΜαÏÏ„ÏÏια δε φοβεÏά και Ï„ÏομεÏά, που τελείωναν πάντοτε με τον θάνατο! Και όμως πάντοτε υπήÏχαν μάÏτυÏες της Πίστεως. Πάντοτε ακουγόταν γενναία η φωνή των μαÏÏ„ÏÏων: ” Είμαι ΧÏιστιανός! ΠιστεÏω στον ΧÏιστό! Είμαι οπαδός του ÎαζωÏαίου! Πεθαίνω για την Πίστι Του!”
ΑυτÎÏ‚ οι φωνÎÏ‚ των μυÏιάδων μαÏÏ„ÏÏων της ΧÏιστιανοσÏνης τάÏαζαν καθημεÏινά τις ναÏκωμÎνες ψυχÎÏ‚ και αδιάφοÏες καÏδιÎÏ‚ των ειδωλολατÏών. Στα στάδια, στους δημόσιους κήπους, στα ιπποδÏόμια, στους δÏόμους Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Îβλεπε κανείς ΧÏιστιανικÎÏ‚ ζωÎÏ‚, που τελείωναν με το Όνομα του ΧÏÎ¹ÏƒÏ„Î¿Ï ÏƒÏ„Î¿ στόμα. ΣκληÏός, φοβεÏός, Ï„ÏομεÏός και θηÏιώδης ο διωγμός. Αλλά δυνατή, φλογεÏή, ατσαλÎνια και η Πίστις των ΧÏιστιανών. Ένας από τους ΧÏιστιανομάχους κυβεÏνήτες ήταν και ο Μαξιμίνος, που ήταν Διοικητής της ΑιγÏπτου. Αυτός σε Îνα και μόνο μήνα εφόνεψε και κατÎκαψε ΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟÎΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ 180.000 ΧÏιστιανοÏÏ‚ στην Αίγυπτο μονάχα! Έζησε στον καιÏÏŒ της Αγίας ΑικατεÏίνης. Αυτός τιμοÏσε Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ αναίσθητους ειδωλολατÏικοÏÏ‚ θεοÏÏ‚. Ήθελε μάλιστα να Ï€ÏοσφÎÏη σ’ αυτοÏÏ‚ μια εντυπωσιακή θυσία. Γι’ αυτό Îστειλε γενική διαταγή στις πόλεις και τα χωÏιά της επικÏάτειας του, να Ï„ÏÎξουν όλοι στην Ï€ÏωτεÏουσα, την ΑλεξάνδÏεια, και να Ï€ÏοσφÎÏουν θυσίες. Η διαταγή του εκείνη τελείωνε Îτσι: ” Όποιος τολμήσει και καταφÏονήσει το Ï€Ïόσταγμά μου και Ï€Ïοσκυνήσει άλλο θεό, να ξÎÏη πως η τιμωÏία του θα είναι σκληÏή και φοβεÏή”. Λαός και άÏχοντες άÏχισαν μετά τη διαταγή αυτή να Ï„ÏÎχουν Ï€Ïος την Ï€ÏωτεÏουσα και να Ï€ÏοσφÎÏουν θυσίες. Άλλοι κουβαλοÏσαν μαζί τους βόδια, άλλοι Ï€Ïόβατα, άλλοι γίδια και άλλοι αÏνιά. Και οι πιο φτωχοί ÎσεÏναν και αυτοί μαζί τους οτι είχαν, Îστω και μια κότα. Όταν Îφθασε η ημÎÏα της μεγάλης και συχαμεÏής εκείνης θυσίας που Îμοιαζε σαν ζωοπανήγυÏις, Ï€Ïώτος θυσίασε ο ασεβής Ï„ÏÏαννος Μαξιμίνος. Î ÏοσÎφεÏε θυσία 130 ταÏÏους. ΑκολοÏθησαν μετά οι θυσίες των ηγεμόνων και των άλλων αÏχόντων. ΓÎμισε τότε η πόλη από τους καπνοÏÏ‚ των καιομÎνων ζώων. Η μυÏωδιά από την κνίσσα ήταν αισθητή από Ï€Î¿Î»Ï Î¼Î±ÎºÏιά. ΣÏγχυση, φόβος και απελπισία επικÏατοÏσε σ’ όλη την πόλη.
Η ΑικατεÏίνη ατÏόμητη Η ΑικατεÏίνη μόλις είδε τον λαό να Ï„ÏÎχη φοβισμÎνος και Ï„ÏομαγμÎνος, παÏά τη θÎληση του, για να θυσιάση στα είδωλα, λυπήθηκε κατάκαÏδα. ΉξεÏε πως εκείνη τη στιγμή από φόβο και για να γλυτώσουνε τη σάÏκα τους πολλοί Ï€Ïοδίνανε την Πίστη τους και χάνανε τη ψυχή τους. Η ΑικατεÏίνη Îλαβε τότε την ηÏωϊκή απόφαση να συγκÏατήση από το αμάÏτημα αυτό τους ΧÏιστιανοÏÏ‚. Γι’ αυτό πεÏιήÏχετο την πόλη και ενεθάÏÏυνε τους ΧÏιστιανοÏÏ‚ και τους Îλεγε να μη θυσιάσουν, οÏτε να πάνε στις ειδωλολατÏικÎÏ‚ τελετÎÏ‚. Αλλά και στους ειδωλολάτÏες Îλεγε, οτι είναι ανόητο να θυσιάζη και να Ï€ÏοσφÎÏη λατÏεία ο άνθÏωπος ο λογικός στα άψυχα αγάλματα, που είναι Ï€ÎÏ„Ïινα και ξÏλινα και που δεν Îχουν καμμιά δÏναμη. – ΠιστÎψτε, τους Îλεγε, στο μόνο Αληθινό Θεό, που δημιοÏÏγησε τον ΟυÏανό και τη γη. ΠιστÎψτε στον Υιό Του, τον ΧÏιστό, που σταυÏώθηκε για μας. Απο το θάÏÏος της αυτό ÎπαιÏναν θάÏÏος οι ΧÏιστιανοί. Απο την ευγλωττία της πολλοί ειδωλολάτÏες γυÏίζανε στην αληθινή Πίστη του ΧÏιστοÏ. Η ΑικατεÏίνη Ï€ÏοÎβλεπε, οτι η ΑλεξάνδÏεια θα Îπλεε, όχι μόνο στο αίμα των ταÏÏων, αλλά και αυτών των ΧÏιστιανών. Γι’ αυτό πήÏε μαζί της μεÏικοÏÏ‚ δοÏλους από το αÏχοντικό της και βάδισε με τόλμη Ï€Ïος τον ναόν του ΣεÏάπιδος. Εκεί ήταν ο Μαξιμίνος, που μαζί με άλλους άÏχοντες θυσίαζε στους θεοÏÏ‚. Η Αγία μόλις Îφθασε, σταμάτησε στην κεντÏική Ï€Ïλη της εισόδου. Τα βλÎμματα όλων καÏφώθηκαν επάνω της. Η σωματική και η ψυχική ομοÏφιά της τους μαγνίτησε. Το Ï€Ïόσωπο της Îλαμπε και τα μάτια της άστÏαφταν. Από τη θÎση εκείνη είπε, οτι θÎλει κάτι σοβαÏÏŒ να πη στον ΤοπάÏχη.
Ο Μαξιμίνος διÎταξε να μπη μÎσα στο ναό. Οι φÏουÏοί της κεντÏικής πόÏτας του Î½Î±Î¿Ï Ï€Î±ÏαμÎÏισαν. Εκείνη Ï€ÏοχώÏησε, σοβαÏή, ωÏαία και μεγαλοπÏεπής καθώς ήταν. Την παÏακολουθοÏσαν όλοι με θαυμασμό. Στάθηκε μπÏοστά στον ΤοπάÏχη. Έκανε μια υπόκλιση και Îπειτα με τόλμη και θάÏÏος, σπάνιο για μια γυναίκα εκείνη την εποχή, του είπε με σταθεÏή φωνή: ” Δεν Ï€ÏÎπει και είναι μεγάλη ντÏοπή βασιλεÏ, να λατÏεÏετε σαν θεοÏÏ‚, φθαÏτά και αναίσθητα είδωλα. Συ τουλάχιστον δεν πιστεÏεις τον σοφό σου ΔιόδωÏον; Δεν πιστεÏεις όσα λÎγει, πως οι θεοί σας ήσαν ανθÏώπινα κατασκευάσματα και που τελείωσαν ελεεινά τη ζωή τους; Ο σοφός σου αυτός δεν λÎγει, οτι πήÏανε το όνομα των αθανάτων, επειδή Îκαναν κάποια ηÏωική Ï€Ïάξη στη ζωή τους; Και οτι τους Îφτιαξαν αγάλματα, για να τους θυμοÏνται; Και σεις τώÏα τους Ï€Ïοσκυνάτε σαν θεοÏÏ‚; Τι φÏικτό κατάντημα!!… Και άλλος σοφός, ο ΠλοÏταÏχος, δεν κοÏοϊδεÏει και πεÏιφÏονεί όσους καταδÎχονται να σÎβονται και λατÏεÏουν Ï„Îτοια αγάλματα; Μην γίνεσαι, λοιπόν, σε βασιλεÏ, η αιτία να χαθοÏνε τόσες ψυχÎÏ‚. Μην τις οδηγείς στο σκοτάδι, γιατί η τιμωÏία σου θα είναι φÏικτή στην αιώνια Κόλαση. Îα ξÎÏης δε, να ξÎÏετε και όλοι σας, οτι Ένας είναι ο Αληθινός, ο Αθάνατος Θεός. Είναι Εκείνος, που Îγινε για την σωτηÏία μας άνθÏωπος. Με την δÏναμη Του ευτυχοÏν οι βασιλείς και κυβεÏνοÏνται τα κÏάτη. Ο Θεός αυτός δεν Îχει ανάγκη από θυσίες, από καμÎνες σάÏκες ζώων. Ένα μόνο θÎλει: Îα τηÏοÏμε τον Îόμο Του, να φυλάσσουμε τις ΕντολÎÏ‚ Του.” Μόλις άκουσε αυτά ο Μαξιμίνος τά χασε. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και άφωνος.
Έπειτα γεμάτος θυμό και μη μποÏώντας να την αντιμετωπίση είπε: – Άσε να τελειώσουμε τη θυσία και τότε ακοÏμε τα λόγια σου καλÏτεÏα… Όταν τελείωσε η θυσία, ο Μαξιμίνος γÏÏισε στο παλάτι του αναστατωμÎνος και γεμάτος θυμό. ΔιÎταξε δε αμÎσως να του παÏουσιάσουν μπÏοστά του την τολμηÏή εκείνη νÎα. Και όταν την αντίκÏυσε, γεμάτος οÏγή την Ïώτησε: – Δεν μου λÎÏ‚, ποιά είσαι συ και τι ήθελες να πής; – Εγώ του απαντά, είμαι η θυγατÎÏα του Κωνστάντος, του ΤοπάÏχου, που ήτανε Ï€Ïιν από σÎνα. Με λÎνε ΑικατεÏίνη. Έχω σπουδάσει φιλοσοφία, ÏητοÏική, γεωμετÏία, ιατÏική και ξÎνες γλώσσες. Όλα όμως αυτά τα θεωÏÏŽ τιποτÎνια. Ακολουθώ, αντί όλων αυτών, που είναι τόσο μάταια, τον Δεσπότη ΧÏιστό. Ο Ï„ÏÏαννος την κοίταξε βουβός και αμίλητος. Το κάλλος της ΑικατεÏίνης ήταν κάτι το ξεχωÏιστό, κάτι το αλλοιώτικο. ΜÎσα όμως στην Îκπληξη του κάτι θÎλησε να της πει για την ομοÏφιά της. Αλλά η Αγία αμÎσως του λÎει: – Εγώ, του είπε, είμαι “γη και στάχτη”. Και όμως ο Θεός μου ( οχι οι ψευτικοι θεοί και δαίμονες που τιμάς εσÏ) , με ετίμησε και μου Îδωσε εικόνα αγγελική. Αυτό που Ï€ÏÎπει να θαυμάζεται ο ΔημιουÏγός μου, ο Θεός που Îδωσε στην Ïλη και στο χώμα τόση αÏμονία και χάÏη… – Μην λÎγεις κακό για τους αθάνατους θεοÏÏ‚ μου, είπε τότε ο Μαξιμίνος. -Διώξε, του λÎγει η Αγία, από το μυαλό σου την ομίχλη, για να μποÏÎσης εÏκολα να καταλάβης, δÏστυχε, σε ποιά μεγάλη πλάνη βÏίσκεσαι. ΕÏκολα τότε θα μποÏÎσης να δείς πόσο δυνατός και φανεÏός είναι ο Θεός των ΧÏιστιανών και πως μποÏεί και ντÏοπιάζει τους ψεÏτικους θεοÏÏ‚ σας.
Πάντως εάν θÎλης, μποÏÏŽ να σου αποδείξω την Αλήθεια. Είμαι Ï€Ïόθυμη να το κάνω οποιαδήποτε στιγμή. Ο Μαξιμίνος είδε πως είχε να κάνη με μια σοφή και επιδÎξια στο χειÏισμό της συζητήσεως νÎα. Γι’ αυτό απÎφυγε να δεχθή την Ï€Ïόταση της. Φοβήθηκε μήπως ντÏοπιαστή μπÏοστά της. Κι αυτό το δικαιολόγησε λÎγοντας: – Δεν επιτÏÎπεται να συζητή ο ΗγÎμονας με γυναίκες. Θα καλÎσω όμως τους σοφοÏÏ‚ ÏήτοÏας μου και θα νοιώσης την πλάνη σου. Θα γνωÏίσης μετά από τη συζήτησι το συμφÎÏον σου και θα Îλθης πάλι στη λατÏεία των θεών μας. Δημόσια συζήτηση με 150 σοφοÏÏ‚ Ο Μαξιμίνος κατόπιν διÎταξε να κÏατοÏν τη μάÏτυÏα υπό πεÏιοÏισμό και να την φÏουÏοÏν. Έστειλε συγχÏόνως επιστολÎÏ‚ σε όλους τους σοφοÏÏ‚ και ÏήτοÏας των πόλεων της εξουσίας του. Τους ÎγÏαφε δε να παÏουσιασθοÏν το συντομώτεÏο μπÏοστά του για ν’ αποστομώσουν με τη σοφία τους μια σοφή νεα, που παÏουσιάσθηκε αυτÎÏ‚ τις μÎÏες και κοÏοϊδεÏει τους θεοÏÏ‚. Îα της αποδείξουν, οτι οι Ï€Ïάξεις των θεών δεν είναι παÏαμÏθια, όπως εκείνη υποστηÏίζει.
ΤÎλος, τους ÎγÏαφε, οτι για τη δουλειά τους θα πάÏουν γεÏή αμοιβή… Εκατόν πενήντα εκλεκτοί σοφοί ÏήτοÏες, ανθÏώποι των γÏαμμάτων και του πνεÏματος συγκεντÏώθηκαν στο βασιλικό ανάκτοÏο. Με την παÏουσία του ο Μαξιμίνος ανακουφίσθηκε και ζήτησε να συγκεντÏωθοÏν να τους πη δυό λόγια: – Σας τονίζω, να ετοιμασθήτε καλά. Îα σκεφθήτε με ποιό Ï„Ïόπο και ποιά επιχειÏήματα θα την αντιμετωπίσετε. Σκεφθήτε πως Îχετε να κάνετε όχι απλώς με μια γυναίκα, αλλά με Îνα επιδÎξιο σοφό αντίπαλο. Επαναλαμβάνω και σας το ξαναλÎω. Î Ïοετοιμασθήτε με Ï€Ïοσοχή. Εάν νικήσετε θα λάβετε μεγάλα δώÏα. Αλλοίμονο σας όμως αν σας νικήση. Σας πεÏιμÎνει η ντÏοπή και ο θάνατος. Τότε Îνας από τους ÏήτοÏες, ο πιό ξακουστός είπε στον ΆÏχοντα: – Και εάν ακόμη πιστεÏετε πως ξεπεÏνάει στην σοφία και αυτόν τον φιλόσοφο Πλάτωνα, σας διαβεβαιώνω πως δεν Ï€Ïόκειται να τα βγάλει μαζί μας Ï€ÎÏα. Θα της απογυμνώσουμε τις ψεÏτικες θεωÏίες και θα της τσακίσουμε τον εγωισμό… Ο Μαξιμίνος πλημμÏÏισε από χαÏά, όταν άκουσε τα λόγια αυτά του ÏήτοÏα. Πίστεψε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να ταπεινώση και να ντÏοπιάση την σοφία και τη ÏητοÏική δÏναμη της νÎας. ΣτήÏιζε μεγάλες ελπίδες γι’ αυτό στους σοφοÏÏ‚ του ÏήτοÏες. ΔιÎταξε λοιπόν ο ΆÏχοντας να συγκεντÏωθή ο κόσμος στο μεγάλο αμφιθÎατÏο, όπου επÏόκειτο να γίνει η δημόσια συζήτηση της Αγίας ΑικατεÏίνης με τους 150 σοφοÏÏ‚ ÏήτοÏες. Έστειλε δε φÏουÏά να παÏαλάβη τη νÎα από το δεσμωτήÏιο και να τη φÎÏη στο αμφιθÎατÏο.
Î ÏÎ¿Ï„Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ φθάσουν εκεί οι στÏατιώτες, την επισκÎφθηκε ο αÏχάγγελος Μιχαήλ και της είπε: ” Μη φοβάσαι, κόÏη του ΚυÏίου. Ο Θεός θα Ï€ÏοσθÎση σοφία στις γνώσεις σου και θα νικήσης τους εκατόν πενήντα σοφοÏÏ‚ ÏήτοÏες. Και όχι μόνο αυτοί αλλά και πολλοί άλλοι θα πιστÎψουν στο ΧÏιστό και θα πάÏουν το στεφάνι του μαÏτυÏίου για την πίστη τους. Οι απεσταλμÎνοι φÏουÏοί του Î´Î¹Î¿Î¹ÎºÎ·Ï„Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ ΑιγÏπτου ωδήγησαν την Αγία στο αμφιθÎατÏο. Το αμφιθÎατÏο είχε γεμίσει νωÏίς από κόσμο, που πεÏίμενε με αγωνία και πεÏιÎÏγεια ν’ ακοÏση τη συζήτηση και να ιδή το αποτÎλεσμα. Όταν μπήκε στο αμφιθÎατÏο η ΑικατεÏίνη τα γÎλια, οι φωνÎÏ‚, οι συζητήσεις και τα χάχανα σταμάτησαν. Η επιβλητική μοÏφή της, η χάÏη της, η ομοÏφιά της και η ακτινοβολία της αγίας της ψυχής Ï€Ïοκάλεσαν θαυμαστμό και εντÏπωση. Η ΑικατεÏίνη Ï€ÏοχώÏησε Ï€Ïος την εξÎδÏα εκεί, που την πεÏίμεναν οι 150 σοφοί ÏήτοÏες για ν’ αναμετÏηθοÏν μαζί της. Εκείνοι μόλις την είδαν ν’ ανεβαίνη στην εξÎδÏα και να στÎκεται απÎναντι τους με θάÏÏος, χαμογÎλασαν ειÏωνικά και άÏχισαν να ψιθυÏίζουν ο Îνας στο αυτί του άλλου… Τότε ο πιό σοφός, ο πιό ξακουστός ÏήτοÏας πήÏε Ï€Ïώτος το λόγο και της είπε: – Î©ÏƒÏ„Î ÎµÏƒÏ ÎµÎ¯ÏƒÎ±Î¹, που βÏίζεις τους ΘεοÏÏ‚ μας τόσο αδιάντÏοπα; – Εγώ είμαι, του απάντησε, η ΑικατεÏίνη, αλλά δεν ÎβÏισα. Είπα την αλήθεια. Την σοφία μου, είπε η ΑικατεÏίνη, μου την Îδωσε ο Θεός μου, ο αληθινός Θεός, ο Θεός των ΧÏιστιανών. Σ’ εκείνον χÏωστάω την ευγνωμοσÏνη μου. Εκείνος είναι η αστείÏευτη πηγή της σοφίας. Αυτός είναι το φώς. Κάτω από τη δική του σκιά βασιλεÏει η αγάπη και η δικαιοσÏνη.
Î Îστε μου όμως: τι γνώμη Îχετε για τους δικοÏÏ‚ σας θεοÏÏ‚; Η ζωή τους δεν είναι γεμάτη μίση, ÎχθÏες και ντÏοπÎÏ‚; – Μεγάλο το λάθος σου, ΑικατεÏίνη. Τους θεοÏÏ‚ μας τους Ïμνησαν μεγάλοι ποιηταί. Ο ασÏγκÏιτος ΌμηÏος, ” ΜÎγιστο θεό” ονομάζει τον Δία και ” Αθανάτους” τους άλλους. Και ο ΟÏγφεÏÏ‚ ονομάζει τον Απόλλωνα ” κÏαταιό”, δυνατό. Τον βλÎπει χÏυσό, σαν τον ήλιο και φτεÏωτό… – Μη ξεχνάς όμως, μεγάλε ÏήτοÏα, ότι ο ΌμηÏος δεν λÎει μονάχα αυτά για τον Δία. Σε πολλÎÏ‚ πεÏιπτώσεις τον ονομάζει ψεÏτη, πανοÏÏγο, ÏαδιουÏγό και απατεώνα. ΒλÎπουμε στους ψεÏτικους θεοÏÏ‚ σου πάθη και μίση φοβεÏά. Οι θεοί σας, ο Ποσειδών και η Αθηνά αποφασίζουν να συλλάβουν και να δÎσουν τη θεά σας ΉÏα. Εκείνη όμως το μαθαίνει, κÏÏβεται και γλυτώνει… Τι σας λÎνε όλες αυτÎÏ‚ οι ιστοÏίες; Και όταν οι θεοί σας φιλονικοÏν εσείς τι θα κάνετε; Με ποιανών το μÎÏος θα πάτε; Πόση ψευτιά και πόση ματαιότητα δεν κÏÏβουν όλα αυτά; Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο για τον Θεό των ΧÏιστιανών. Δεν συμβαίνει το ίδιο για τον ΧÏιστό, τον οποίον Ï€Ïοσκυνώ. Εκείνος κυÏιαÏχεί του ουÏÎ±Î½Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ της γής, ενώ οι δικοί σας θεοί γονατίζουν στις αδυναμίες και στα πάθη τους. Η πίστις στο ΧÏιστό είναι Φως και φωτισμός. Είναι μεγάλη δÏναμη. Ο αληθινός αυτός Θεός είναι Θεός αγάπης και συγγνώμης. Είναι ΔημιουÏγός τους κόσμου. Είναι ΠαντοδÏναμος.
Από το χάος και το τίποτε Îφτιαξε τον κόσμο. ΔημιοÏÏγησε τη γη, Ï„’ αστÎÏια και τους πλανήτες. Έπλασε τον άνθÏωπο και του Îδωσε ζωή και πνοή. Και όταν ο άνθÏωπος αγνώμων παÏακοÏει την εντολή Του, τον τιμωÏεί σαν καλός ΠατÎÏας, αλλά και φÏοντίζει να τον κάνει και πάλι άξιο της τιμής του ΘεοÏ. ΣτÎλνει στη γη τον μονογενή του Υιό τον ΧÏιστό. Διδάσκει στους ανθÏώπους την αλήθεια. Τους βγάζει από τα σκοτάδια και την αβεβαιότητα. ΛυτÏώνει τους δοÏλους και χαÏάζει το δÏόμο μιάς καινοÏÏγιας ζωής. Και Îπειτα για να ξεπλÏνη τα αμαÏτήματα μας παίÏνει στους ώμους του τον ΣταυÏÏŒ του μαÏτυÏίου. Η Ανάσταση Του λυτÏώνει τις καÏδιÎÏ‚ από το σκοτάδι και το φόβο του θανάτου. Για τους πιστοÏÏ‚ καταÏγήθηκε ο θάνατος. Îικήθηκε. Και ο Άδης νεκÏώθηκε και πικÏάθηκε. Οι οπαδοί Του αυξάνουν. Το θείο κÏάτος Του μεγαλώνει. ΖωÎÏ‚ και νειάτα Ï€ÏοσφÎÏονται θυσία στο Άγιο Όνομα Του. ΜυÏιάδες αναÏίθμητες είναι οι εθελοντÎÏ‚ Του! Που είναι λοιπόν η πίστη η δική σας για τους θεοÏÏ‚ σας; Ποιός από σας Îδωσε το αίμα του και τη ζωή του γι’ αυτοÏÏ‚; Ποιός δÎχεται να θυσιασθή για τον Δία; Για να λυτÏωθοÏν οι ψυχÎÏ‚ μας από την πλάνη. Για να γλυτώσουμε από την απιστία, μας άφησε ο ΧÏιστός ανοιχτή την πόÏτα. Μας Ï€Ïοσκαλεί όλους κοντά του. Ελάτε εδώ μας λÎγει. ΚουÏασμÎνοι κι απελπισμÎνοι, λυγισμÎνοι και τσακισμÎνοι από την αμαÏτία ελάτε κοντά μου. Κι εγώ θα σας αναπαÏσω! Σε καλε΄κι εσÎνα, άξιε ÏήτοÏα. ΕσÎνα πεÏισσότεÏο ίσως από πολλοÏÏ‚ άλλους. Σε Ï€Ïοίκισε με τόσες αÏετÎÏ‚ και θα χαÏή αν τον πλησιάσης. Σε πεÏιμÎνει με στοÏγή.
ΠοτΠδεν είναι αÏγά… Αυτά και πολλά άλλα είπε η ΑικατεÏίνη. Το πλήθος την κοίταξε με θαυμασμό. Όλη εκείνη την ÏŽÏα που μιλοÏσε είχε καÏφωθή το πλήθος στη θÎση του. Τα λόγια της είχαν μπει βαθιά στην καÏδιά των ανθÏώπων. Αλλά και ο ÏήτοÏας Îμεινε άφωνος. Το μυαλό του φωτίστηκε. ΣυμφωνοÏσε τώÏα πως η ΑικατεÏίνη είχε δίκιο. Το μαÏτυÏικό Ï„Îλος των ÏητόÏων Ο Μαξιμίνος Ï„ÏÎμοντας από θυμό για την αποτυχία του Î¾Î±ÎºÎ¿Ï…ÏƒÏ„Î¿Ï ÏήτοÏα αλλά πεÏισσότεÏο για την ξαφνική στÏοφή του Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î¿Ï… Î˜ÎµÎ¿Ï Ï„Î·Ï‚ ΑικατεÏίνης, διÎταξε τότε τους άλλους ÏήτοÏες να την αντιμετωπίσουν. Εκείνοι όμως αÏνοÏνται. ΚανÎνας δεν θÎλει να συνεχίση τον αντίλογο. ΠαÏαιτοÏνται ο Îνας μετά τον άλλο λÎγοντας: – Ο ΚαλλίτεÏος από μας ÏήτοÏας νικήθηκε. Πήγε μάλιστα με το μÎÏος της. Εμείς πως θα αντισταθοÏμε στα λόγια της που είναι τόσο αληθινά; Έξαλλος ο Μαξιμίνος και ντÏοπιασμÎνος από τη νίκη της ΑικατεÏίνης, διÎταξε ν’ ανάψουν φωτιά στο μÎσο της πλατείας της ΑλεξάνδÏειας και να κάψουν τους 150 σοφοÏÏ‚ ÏήτοÏες. Η ΑικατεÏίνη τους είπε: ” Είσθε αληθινά μακάÏιοι και καλότυχοι. ΑποχαιÏετήσατε το σκοτάδι και ήÏθατε στο φώς. ΦÏγατε από το φθαÏτό και Ï€ÏόσκαιÏο βασιλÎα και βαδίζεται τώÏα Ï€Ïος την αιώνια χαÏά και αγαλλίαση. Η φωτιά που σας πεÏιμÎνει, είναι βάπτισμα και καθαÏμός. Είναι η πόÏτα που σας οδηγεί στην μακαÏιότητα, τη γαλήνη και την ευτυχία… Î‘Ï†Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ Îδωσε θάÏÏος, σταÏÏωσε τα μÎτωπα τους και τους Îστειλε στο μαÏÏ„ÏÏιο. Εκεί στην πλατεία της πόλεως, που η φωτιά Îκαιγε με φλόγες ψηλÎÏ‚, οι στÏατιώτες Ï€Îταξαν τους ÏήτοÏες στ’ αναμÎνα ξÏλα, ενω ο Μαξιμίνος ÎÏ„Ïιβε ο βάÏβαÏος ευχαÏιστημÎνος τα χÎÏια του. ΑÏγά το βÏάδυ, πήγαν μεÏικοί ευσεβείς χÏιστιανοί να μαζÎψουν τα λείψανα τους και είδαν γεμάτοι Îκπληξη, οτι τα σώματα των ÏητόÏων ήταν νεκÏά αλλά ανÎπαφα. ΟÏτε Ï„Ïίχα δεν είχε καή. ΠήÏαν λοιπόν οι χÏιστιανοί τα λείψανα τους και τα Îθαψαν, θαυμάζοντας τη δÏναμη του ΚυÏίου. Τη μνήμη των σοφών αυτών μαÏÏ„ÏÏων η Εκκλησία μας τιμά και εοÏτάζει την 17η ÎοεμβεÏίου. Ο ελιγμός του ΆÏχοντα Όταν είδε ο Μαξιμίνος, οτι Îχασε στην Ï€Ïώτη τακτική.
ΆÏχισε να κολακεÏη και να την καλοπιάνη: – Άκουσε με ΑικατεÏίνη. Σε συμβουλεÏω σαν πατÎÏας σου. Άσε το πείσμα σου και Ï€ÏοσκÏνησε τους θεοÏÏ‚. Σου οÏκίζομαι στ’ όνομα τους, οτι θα σου δώσω το μισό βασίλειο μου. Θα κατοικείς μαζί μου στα παλάτια… Η νεαÏά μάÏτυς του ΚυÏίου, που κατάλαβε τα πανοÏÏγα σχÎδια του Μαξιμίνου, του είπε: – Βγάλε τη μάσκα της πονηÏίας και της ψευτιάς, άÏχοντα. Εγώ σου είπα από την αÏχή, οτι είμαι ΧÏιστιανή και ήÏθα εδώ να νυμφευθώ τον ΧÏιστόν. Αυτόν εγω Îχω μοναδικό ÎυμÏφίο, κηδεμόνα και σÏμβολο στη ζωή μου. Εκείνον Îχω στολή και οχυÏÏŒ στην παÏθενική μου ζωή. Ποθώ το μαÏÏ„ÏÏιο ασÏγκÏιτα πεÏισσότεÏο από την πιό μεγάλη δόξα και ταπό τα στÎμματα και τα στεφάνια τα βασιλικά… – Μη με κάνη να σε βÏίσω, παÏά τη θÎληση μου ενώ αναγνωÏίζω την αξία σου! Είπε τότε ο άÏχοντας. Και γεμάτος οÏγή διÎταξε να της βγάλουν την βασιλική ποÏφÏÏα και ν’ αÏχίσουν να την δÎÏνουν με νεÏÏα βοδιών αλÏπητα. Επί δÏο ÏŽÏες την κτυποÏσαν με τα μαστίγια βάÏβαÏα. Το ωÏαίο της, άλλοτε, σώμα, γÎμισε πληγÎÏ‚. Το αίμα ÎÏ„Ïεχε από Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Î¬Ï†Î¸Î¿Î½Î¿. Οι ανοιχτÎÏ‚ πληγÎÏ‚ πονοÏσαν φοβεÏά. Η μάÏτυς όμως στεκόταν γενναία και αλÏγιστη. Τα μάτια της κοίταζαν ψηλά. Η ψυχή της ήθελε να ενωθή με τον ΧÏιστό, αλλά η ÏŽÏα εκείνη δεν είχε φθάση ακόμη… Το απόγευμα διÎταξε ο Μαξιμίνος να τη φυλακίσουν και να μη της δώσουν φαγητό επί δώδεκα ημÎÏες. Εώς τότε θα απεφάσιζε πως θα την εθανάτωνε. Η σÏζυγος του μιαÏÎ¿Ï ÎµÎºÎµÎ¯Î½Î¿Ï… άÏχοντα ήταν ÎºÎ±Î»Î¿Ï Ï‡Î±ÏακτήÏος, γυναίκα και πονόψυχος. Î Î¿Î»Ï ÏƒÏ„ÎµÎ½Î±Ï‡Ï‰Ïήθηκε, όταν Îμαθε για τα μαÏÏ„ÏÏια της ΑικατεÏίνης. Και μÎσα στην καÏδιά της φοÏντωσε η συμπάθεια και η αγάπη γι’ αυτήν. ΚυÏιολεκτικώς την θαÏμαζε και ήθελε να την ιδή. Ο ΠοÏφυÏίων ο στÏατοπεδάÏχης που είδε τον πόθο της κυÏίας του, της είπε: – Εγώ θα εκπληÏώσω την επιθυμία σας.
Η ΑυγοÏστα επισκÎπτεται την Αγία Μιά νÏχτα λοιπόν που ο Μαξιμίνος απουσίαζε σε ταξίδι, πήÏε ο ΠοÏφυÏίων διακόσιους στÏατιώτες και Îχοντας κοντά του την ΑυγοÏστα Îφθασε στο δεσμωτήÏιο. Εκεί πλήÏωσε τον δεσμοφÏλακα και αυτός άνοιξε την πόÏτα την φυλακής. Τότε η αυτοκÏάτειÏα Ï€ÏοχώÏησε με συγκίνηση, με λαχτάÏα… ΜÎσα από το μισοσκόταδο ξεχÏθηκε μια υγÏασία και Îνα κÏÏο φοβεÏÏŒ. Η φυλακή ήταν απάνθÏωπη. Στο βάθος είδε Îνα φωτεινό Ï€Ïόσωπο. Ήταν η Αγία ΑικατεÏίνη. Το Ï€Ïόσωπο της Îλαμπε από παÏάδοξη θεία λάμψη. ΘαÏμασε η ΑυγοÏστα την ομοÏφιά της. Τα Îχασε όταν είδε Ï„Îτοια νειάτα και Ï„Îτοια κάλλη. Έπεσε στα πόδια της και με δάκÏυα της είπε! – ΤώÏα είμαι ευτυχÏÏ‚, διότι είδα και απόλαυσα το βασιλικό σου Ï€Ïόσωπο, το οποίο τόσο Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹ÏˆÎ¿Ïσα. Είδα από τα μάτια σου την όμοÏφη ανατολή του ήλιου και ευφÏάνθηκε η καÏδιά μου. Είσαι μακαÏία διότι από Ï„Îτοιο Δεσπότη πήÏες τα χαÏίσματα… Και η Αγία της αποκÏίθηκε: – ΕυτυχισμÎνη και ζηλευτή είσαι κι ÎµÏƒÏ Î’Î±ÏƒÎ¯Î»Î¹ÏƒÏƒÎ± ΑυγοÏστα. Στεφάνι λαμπÏÏŒ βλÎπω να βάζουν στο κεφάλι σου άγιοι άγγελοι. Και αλήθεια το στεφάνι αυτό θα το πάÏης σε Ï„Ïείς μÎÏες. Θα υποφÎÏης, θα μαÏτυÏήσης για λίγο, αλλά Îπειτα θα πας στον ουÏάνιο ΒασιλÎα και θα ζής στην αιώνια ευτυχία. Η ΑυγοÏστα φοβισμÎνη απάντησε: – ΦοβοÏμαι τα βασανιστήÏια και τον άνδÏα μου τον Μαξιμίνο, διότι είναι Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÎºÎ»Î·Ïός και απάνθÏωπος. Αλλά η Αγία την ενθαÏÏÏνει και της λÎγει: – Έχε θάÏÏος, διότι στην καÏδιά σου θα βÏίσκεται ο ΧÏιστός, που θα σου δίνει δÏναμη και θάÏÏος. Κι ενώ Îτσι Îδινε θάÏÏος η Αγία στην ΑυγοÏστα, ο ΠοÏφυÏίον ττην Ïώτησε: – Πες μου ΑικατεÏίνη, είναι αλήθεια πως ο Θεός σου χαÏίζει στους πιστοÏÏ‚ του την αιώνια ζωή και την σωτηÏία; – Δεν μποÏή η ανθÏώπινη γλώσσα να αÏιθμήση τα αγαθά που μας χαÏίζει και μας Ï€Ïοετοιμάζει ο πανάγαθος Θεός, ΠοÏφυÏίονα. – Σε Ïωτάω, ΑικατεÏίνη, διότι μια άγνωστη δÏναμη με φÎÏνει κοντά στη πίστι σου. ΜÎÏες τώÏα σκεÏτομαι τον ηÏωισμό των ΧÏιστιανών και πάνω στις σκÎψεις μου αυτÎÏ‚ ÎÏχεται το δικό σου παÏάδειγμα, που διώχνει τους δισταγμοÏÏ‚ μου… Δεν στο κÏÏβω πλÎον. Είμαι κι εγώ Îνας από τους οπαδοÏÏ‚ του ΧÏιστοÏ.
Έγινα τώÏα… Οι στÏατιώτες του ΠοÏφυÏίωνα, που είναι συγκεντωμÎνοι στους διαδÏόμους της φυλακής, μÎσα στην αγκαλιά της νÏκτας, ακοÏνε τα λόγια του Î±Î¾Î¹Ï‰Î¼Î±Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚, χωÏίς αποÏία. Και στις δικÎÏ‚ τους καÏδιÎÏ‚ υπάÏχει η ίδια σκÎψη. Îα πιστÎψουν σε κάποιον, που υπόσχεται αγάπη κι όχι να υπηÏετοÏν Îνα άÏχοντα, που βάφει στο αίμα τον τόπο… Έτσι φυλακισμÎνη και σε σκληÏή απομόνωση Îμεινε η Αγία δώδεκα πεÏίπου μÎÏες. Όλο αυτό το χÏονικό διάστημα σÏμφωνα με διαταγή του Μαξιμίνου, είχε αυστηÏά απαγοÏευθή να της δίνουν Ï„Ïοφή. Με αυτό τον Ï„Ïόπο υπελόγιζε ο άÏχοντας εκείνος να λυγίση ή να εξοντώση την ΑικατεÏίνη. Ο Θεός όμως, που βÏÎχει επι δικαίους και αδίκους, δεν ήταν δυνατό να αφήση τη δοÏλη του απÏοστάτευτη. Όλες εκείνες τις ημÎÏες της πήγεναι Ï„Ïοφή Îνα πεÏιστÎÏι. Και όχι μόνο αυτό αλλά άκουσε η Αγία και μια φωνή θεία, που την ενεθάÏÏυνε λÎγοντας: ” Μη δειλιάσης, μη φοβηθής, αγαπημÎνη μου ΘυγατÎÏα. Εγώ θα είμαι μαζί σου. Με την υπομονή σου πολοÏÏ‚ θα γυÏίσης στο δÏόμο μου και πολλοÏÏ‚ θα κάνης να πεθάνουν για Ï„’ όνομα μου. Και συ θ’ αξιωθής πολλά στεφάνια δόξας ΟυÏανίας. Πάλι μπÏοστά στον Μαξιμίνο Μετά τις δώδεκα ημÎÏες, ο Μαξιμίνος διÎταξε να φÎÏουν μπÏοστά του την Αγία. Εκείνη σιδεÏοδÎσμια, αλλά υπεÏήφανα και καÏτεÏικά, Ï€ÏοχωÏεί μÎσα στο ανάκτοÏο. Η ωÏαιότητα της είναι κάτι το απεÏίγÏαπτο. Η χάÏη της συναÏπάζει. Το παÏουσιαστικό της γεμίζει θεία γαλήνη όποιον την κοιτάζει. Ο Μαξιμίνος την βλÎπει όλη φÏεσκάδα και λάμψη. ΟÏτε Îχει αδυνατίσει από την πείνα. ΟÏτε Îχει ασχημίσει από τη φυλακή. Γίνεται λοιπόν Îξω φÏενών, διότι πιστεÏει, ότι κάποιος της Îδινε κÏυφά Ï„Ïοφή. Είναι Îτοιμος να κακοποιήση τους φÏλακες.Τότε η Αγία του λÎγει: – Άδικα εκνευÏίζεσαι και ταÏάζεσαι. Άδικα υποπτεÏεσαι. ΚανÎνας δικός σου δεν μου Îδωσε Ï„Ïοφή. ΦÏόντισε για μÎνα ο ΚÏÏιος μου, ο ΧÏιστός! Τότε ο Μαξιμίνος Ï€Ïοσπάθησε να συγκÏατηθή. Έκανε δε μια τελευταία Ï€Ïοσπάθεια να κεÏδίση την ΑικατεÏίνη. Της μίλησε με γλυκό Ï„Ïόπο. ΆÏχισε να την κολακεÏη Ïπουλα. – ΗλιόμοÏφη κόÏη, της είπε, συ που ξεπεÏνάς και τη θεά ΑφÏοδίτη στην ομοÏφιά, σου ανήκει το βασίλειο μου… Έλα λοιπον και θυσίασε στους θεοÏÏ‚ και θα σε κάνω βασίλισσα. Θα πεÏνάς κοντά μου ευτυχισμÎνες μÎÏες.
Είναι άδικο, είναι κÏίμα να Ï€Îσης στα φÏικτά μαÏÏ„ÏÏια. – Όχι Μαξιμίνε, εγώ διάλεξα πλÎον τον ΆÏχοντα της ζωής μου. Όσο για την ομοÏφιά, δεν με νοιάζει. ΞÎÏω Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬, οτι πεÏνά και σβήνει. Είναι σαν το λουλοÏδι… Και πάνω στην στιγμή της αμηχανίας και της οÏγής του Μαξιμίνου, αλλά και της Ï€Ïοσβολής από τα λόγια της ΑικατεÏίνης, μπήκε μÎσα στο δωμάτιο του Îνας, πονηÏός, νευÏικός και πανοÏÏγος ÎπαÏχος, ονομαζόμενος ΧουÏσασαδÎν. Εκείνος θÎλοντας να δείξη στον Μαξιμίνο αγάπη και ν’ αποκτήση εÏνοια, του είπε: – ΆÏχοντα, εγώ βÏήκα Îνα Ï„Ïόπο, με τον οποίο θα μποÏÎσης ή να νικήσης την κόÏη ή να πεθάνη με φÏικτοÏÏ‚ πόνους. ΔιÎταξε να κάνουν Ï„ÎσσεÏις ξÏλινους Ï„ÏοχοÏÏ‚ σε μια πεÏόνη και να κολλήσουν γÏÏω τους ξυÏάφια και βελόνια. Ανάμεσα στους Ï„ÏοχοÏÏ‚ αυτοÏÏ‚ βάλτε την ΑικατεÏίνη και αÏχίστε να γυÏίζετε τους Ï„ÏοχοÏÏ‚. Δείξτε της Ï€Ïώτα το μηχάνημα και εάν δήτε πως δεν φοβηθή, βάλτε την επάνω. Καθώς θα γυÏίζουν οι Ï„Ïοχοί θα σχίζονται οι σάÏκες της και ο θάνατος της θα είναι φÏικτός και Ï„ÏομεÏός. Η σατανική σκÎψη του επάÏχου άÏεσε Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Î¿Î½ Μαξιμίνο. Γι’ αυτό διÎταξε αμÎσως να του το κατασκευάσουν. ΤÏείς ολόκληÏες μÎÏες δοÏλευαν οι τεχνίτες, για να τελειώσουν το κατασκεÏασμα εκείνο του μαÏτυÏίου. Και όταν το είχαν τελειοποιήσει και το είχαν βάλει στη θÎση του, ο άÏχων εκείνος το Îδειξα για εκφοβισμό στην Αγία και της είπε: – Το βλÎπεις το μηχάνημα; ΒλÎπεις πως στÏιφογυÏίζουν με τους Ï„ÏοχοÏÏ‚ τα ξυÏάφια και τα βελόνια;
Î Ïόσεξε! Ο θάνατος σε πεÏιμÎνει με ανοιχτό στόμα, εάν δεν Ï€Ïοσκυνήσης τα είδωλα. Η πίστη όμως της Αγίας δεν λυγίζει. Η απόφαση δεν αλλάζει. Και τότε ο Μαξιμίνος αγÏιεμÎνος φωνάζει: – Πετάξτε την στους Ï„ÏοχοÏÏ‚ και κινήστε τους με γÏηγοÏάδα. Î ÏÎπει να πεθάνη αυτή τη στιγμή. ΤώÏα αμÎσως… Την Ï€Îταξαν, λοιπόν, την Αγία στους Ï„ÏοχοÏÏ‚ και όλοι πεÏίμεναν να ιδοÏν τις σάÏκες της να τεμαχίζωνται και το αίμα να Ï„ÏÎχη άφθονο. Αντί Î±Ï…Ï„Î¿Ï ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚, την είδαν να ξεφεÏγη από τους Ï„ÏοχοÏÏ‚ και να λÏνεται από τα δεσμά της θαυματουÏγικά. Οι δε Ïόδες των Ï„Ïοχών ανατινάχτηκαν στον αÎÏα και σκότωσαν τους δήμιους που ήταν γÏÏω. Πουθενά δεν φαίνοταν ξυÏαφιÎÏ‚ στο σώμα της. Από το κοÏμί της δεν Îβγαινε οÏτε σταγόνα αίματος.