ΓΑΛΑΞΙΔΙ Απάγκιο για θύμησες

Κείμενο: Ζερμαίν Αλεξάκη Φ ωτ: Θοδωρής Αθανασιάδης, Ζερμαίν Αλεξάκη / VIEWS OF GREECE

Σαν θαλασσινά κοσμήματα φτιαγμένα από πανί, ξύλο και ψυχή, τα γαλαξιδιώτικα ιστιοφόρα άνοιξαν δρόμους καλοτάξιδους ώς την άκρη των ωκεανών. Αψηφώντας τα δυσθεόρατα κύματα που έφερε μαζί του ο χρόνος, έγραψαν τη δική τους ιστορία αφήνοντας πλούτη στον τόπο τους και κληρονομιά τη ναυτοσύνη…

«Ολοι σας θα έχετε ακούσει για τα καινούργια τα τέρατα που πάνε ν’ αφανίσουνε τα καράβια μας, κι ανάμεσά μας είναι και καμπόσοι που τα καλοβλέπουνε και τα παινάνε. Μα να το ξέρετε, αν το βαπόρι ξεποτίσει τα πανιά, χαθήκαμε αδέρφια. Με δαύτα και εμείς και οι παππούδες μας αλωνίσαμε τις θάλασσες και στεριώσαμε το Γαλαξίδι…..» είναι τα λόγια του καπετάν Θύμιου του Σκελετόβραχου, ήρωα του θαυμάσιου λογοτεχνικού μυθιστορήματος της Εύας Βλάμη, το οποίο αναφέρεται στη μεταβατική εποχή της εισβολής του ατμού στη ναυσιπλοΐα που επηρέασε καθοριστικά τις τύχες του Γαλαξιδιού.

Αμετανόητος ο ανεξάρτητος Γαλαξιδιώτης θαλασσόλυκος, αρνιόταν να παραδοθεί στα γυρίσματα των καιρών και να εγκαταλείψει οριστικά τον αγαπημένο του σύντροφο, το ιστιοφόρο καράβι του, τον «Αϊ-Νικόλα»… «Το πανί είναι στοιχειωμένο στη θάλασσα και θα την αλωνίζει όσο φυσάει στον κόσμο ο αγέρας….», έλεγε κι εννοούσε πως το Γαλαξίδι θ’ αντιστεκόταν στις εξελίξεις… Ετσι κι έγινε…

Οι Γαλαξιδιώτες δεν προσαρμόστηκαν ποτέ στη νέα τεχνολογία. Κάποιοι ίσως δεν θέλησαν, άλλοι δεν πρόφτασαν… Ετσι, από το 1896 και μετά, άρχισε με γρήγορους ρυθμούς η παρακμή της λαμπρής αυτής ναυτικής πολιτείας.

Πράγματι, τη δεκαετία του 1870 τα γαλαξιδιώτικα ιστιοφόρα είχαν ζήσει μεγάλες δόξες καθώς διέπλεαν τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, ακόμη και τον Ατλαντικό μεταφέροντας απ’ άκρη σ’ άκρη εμπορεύματα. Την εποχή εκείνη το Γαλαξίδι ήταν ο δεύτερος ναυτιλιακός κόμβος της Ελλάδας μετά τη Σύρο. Περισσότερα από τριακόσια πενήντα ιστιοφόρα αποτελούσαν τον εμπορικό στόλο του, ενώ περίπου είκοσι καράβια κατασκευάζονταν κάθε χρόνο στα ναυπηγεία του.

Το Γαλαξίδι όπως το αντικρίζουμε από τη μονή του Σωτήρος Το Γαλαξίδι όπως το αντικρίζουμε από τη μονή του Σωτήρος Πίσω στην ιστορία

Ομως ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω, καθώς οι δεσμοί του Γαλαξιδιού με τη θάλασσα είναι πανάρχαιοι. Το αρχαίο Χάλαιο, κτισμένο το 300 π.Χ. στη σημερινή θέση της πόλης, υπήρξε το πρώτο οργανωμένο λιμάνι στην περιοχή, το οποίο καθώς περιστοιχιζόταν από τείχη ύψους οκτώ μέτρων μετεξελίχθηκε στο ασφαλέστερο του Κορινθιακού και έλεγχε το σημαντικό για την εποχή πέρασμα του Κρισαίου κόλπου. Ηταν η σπουδαιότερη πόλη της δυτικής Λοκρίδας μετά την Αμφισσα.

Σαν σταθείς στο λιμάνι του Χηρόλακκα θα δεις ακόμη κομμάτια αυτού του τείχους να διακρίνονται στη θεμελίωση των νεότερων σπιτιών. Το μεγαλύτερο όμως μέρος του κατεδαφίστηκε επί Καποδίστρια προκειμένου να κατασκευαστεί η προκυμαία.

Αμετανόητος ο Γαλαξιδιώτης καπετάνιος, αρνιόταν να παραδοθεί στα γυρίσματα των καιρών και να εγκαταλείψει οριστικά τον αγαπημένο του σύντροφο, το ιστιοφόρο καράβι του Αμετανόητος ο Γαλαξιδιώτης καπετάνιος, αρνιόταν να παραδοθεί στα γυρίσματα των καιρών και να εγκαταλείψει οριστικά τον αγαπημένο του σύντροφο, το ιστιοφόρο καράβι του Σύμφωνα με τα κτερίσματα που έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο αρχαίο νεκροταφείο -δίπλα στην πλατεία Ηρώων-, η δημόσια ζωή στο αρχαίο Χάλαιο ήταν πολύ οργανωμένη.

Η κοινωνία ήταν οικονομικά εύρωστη και διατηρούσε υψηλό βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο για πολλούς αιώνες (7ος π.Χ.-1ος μ.Χ.). Πολλά αρχαία νομίσματα διαφορετικών περιόδων που έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και μεγάλοι αμφορείς χρήσιμοι για τη μεταφορά υγρών προϊόντων (λάδι, κρασί), όπως επίσης και ευρήματα από ναυάγια, δηλώνουν έντονη θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα από την αρχαϊκή έως τη βυζαντινή εποχή. Μάλιστα, δύο χάλκινες πλάκες του 5ου αιώνα π.Χ. -εκθέματα σήμερα του Βρετανικού Μουσείου-, που έχουν χαραγμένα πάνω τους συμφωνητικά προστασίας ναυτικών δικαιωμάτων ή κατ’ άλλη εκδοχή συμφωνίες για διανομή λαφύρων πειρατείας, μαρτυρούν πολύπλοκες θαλάσσιες δραστηριότητες.

Γύρω στον 7ο αιώνα, έπειτα από αδιάλειπτη κατοίκηση που ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους, το Γαλαξίδι εγκαταλείπεται λόγω σλαβικών επιδρομών για περίπου τριακόσια χρόνια, ενώ η τελευταία και οριστική επανεγκατάσταση πληθυσμών γίνεται το 10ο αιώνα. Οι νέοι κάτοικοι βαφτίζουν την καινούργια πόλη με το σημερινό της όνομα, που πιθανόν να οφείλεται σε κάποιον Βυζαντινό προύχοντα ή σε παράφραση του φυτού γαλατσίδα που φύεται στην περιοχή.

Βέβαια ο σιωπηλός ήρωας ήταν η μάνα, η οποία κράταγε ακλόνητο το τιμόνι της οικογένειας όσο ο άντρας της θαλασσοπνιγόταν στα πελάγη του κόσμου Βέβαια ο σιωπηλός ήρωας ήταν η μάνα, η οποία κράταγε ακλόνητο το τιμόνι της οικογένειας όσο ο άντρας της θαλασσοπνιγόταν στα πελάγη του κόσμου Επιδρομείς πειρατές, Βούλγαροι, Ιωαννίτες ιππότες και Φράγκοι περνούν από εδώ και λεηλατούν. Ο δραματικός επίλογος γράφτηκε με την υποταγή της θαλασσινής πολίχνης στους Τούρκους το 1446, ενώ έπειτα από μπαράζ καταστροφών που προηγήθηκαν το Γαλαξίδι επιτέλους αναρρώνει και στις αρχές του 18ου αιώνα αρχίζει η ανάπτυξη της ναυτιλίας του. Στην Επανάσταση του 1821 συμμετέχει με αρκετά επανδρωμένα πλοία κι ένοπλους αγωνιστές, και οι Τούρκοι σε αντίποινα πυρπολούν την πόλη.

Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό το Γαλαξίδι πασχίζει ν’ ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Οι καραβομαραγκοί δουλεύουν ασταμάτητα και τα ιστιοφόρα αρχίζουν ν’ αλωνίζουν τη Μεσόγειο.

Η ακμή δεν άργησε να έρθει. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Γαλαξιδιώτες εφοπλιστές διατηρούσαν ήδη ναυτιλιακά γραφεία σε όλα τα τότε γνωστά λιμάνια. Στο κατώφλι όμως του 20ού αιώνα τα πράγματα άλλαξαν δραματικά. Τα ατμόπλοια πήραν τη σκυτάλη και εκτόπισαν σιγά σιγά τα παραδοσιακά πλεούμενα.

Η Αψηφιά είναι μια από τις βραχονησίδες που σχεδόν ακουμπούν στα φωκικά παράλια κοντά στο Γαλαξίδι Η Αψηφιά είναι μια από τις βραχονησίδες που σχεδόν ακουμπούν στα φωκικά παράλια κοντά στο Γαλαξίδι Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει. Τα γαλαξιδιώτικα καράβια πάλεψαν με πείσμα σ’ έναν αγώνα άνισο. Ομως, τα πανιά, το ξύλο και το μεράκι των παλιών ναυτικών δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό.

Οι λέβητες και οι προπέλες εκτόπισαν τα άλμπουρα και τα ξάρτια και η διάνοιξη της διώρυγας του Ισθμού έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Μοιραία επήλθε ο μαρασμός. Αυτό που απέμεινε από τις μέρες της δόξας, είναι αυτός ο υπέροχος ναυτικός οικισμός ο οποίος ανοικοδομήθηκε επί Οθωνος και σήμερα τον βλέπουμε να στολίζει τα παράλια του Κορινθιακού κόλπου.

Αρχοντικό από τα γεννοφάσκια του

Ο πυκνοδομημένος ιστός της πόλης εκτείνεται κατά μήκος της ακτής την οποία περιγράφει ο δρόμος που ακολουθεί πιστά το περίγραμμά της.

Διώροφα και τριώροφα σπίτια σκαρφαλώνουν μέχρι την κορφή του λόφου κοιτώντας τη θάλασσα. Η ναυτοσύνη των ντόπιων έχει επηρεάσει την αρχιτεκτονική των οικοδομών. Οι πολυταξιδεμένοι καπετάνιοι διεύρυναν ολοένα το γούστο τους καθώς δέχονταν επιρροές από το εξωτερικό. Ο εισαγόμενος νεοκλασικισμός ολοφάνερα επέβαλε τα χαρακτηριστικά του στ’ αρχοντόσπιτα, αλλά και στα λαϊκά σπίτια παρ’ όλο που είχε ν’ ανταγωνιστεί τα παραδοσιακά στερεοελλαδίτικα πρότυπα.

Η άνθηση της ναυτιλίας στο Γαλαξίδι ευνοήθηκε από τον Αλή πασά για τους προσωπικούς του βέβαια λόγους, αφού αυτός απέβλεπε στη δημιουργία δικού του στόλου.

Η «Ευαγγελίστρια», σκούνα του καπετάνιου Ανδρέα Μιχαλόπουλου, ναυπηγήθηκε το 1865 και βούλιαξε στον Εύξεινο Πόντο το 1889 Η «Ευαγγελίστρια», σκούνα του καπετάνιου Ανδρέα Μιχαλόπουλου, ναυπηγήθηκε το 1865 και βούλιαξε στον Εύξεινο Πόντο το 1889 Οι κάτοικοι, ωστόσο, κάτω από το βλέμμα του κατακτητή, δίσταζαν να επιδείξουν τα πλούτη τους, όπως θ’ αναμενόταν, κι έτσι, για να μη προκαλούν, απέφευγαν το φορτωμένο διάκοσμο, ενώ έκαναν το αντίθετο με τις εκκλησίες.

Τα υλικά της κατασκευής των κτηρίων ήταν η πέτρα, οι πλίνθοι, το ξύλο, το κεραμίδι και αργότερα το σίδερο.

Ο νεοκλασικισμός ήταν εμφανής στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό των σπιτιών. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζουν τα ταβάνια με τις πολύχρωμες νωπογραφίες και την ανάγλυφη τεχνοτροπία, δημιουργήματα κυρίως Ιταλών καλλιτεχνών τους οποίους έφερναν μαζί τους οι καπετάνιοι, ενώ για το χτίσιμο ο εύπορος ιδιοκτήτης συνήθως καλούσε μαστόρους και πετράδες από την Ηπειρο.

Οι προσόψεις στολίζονταν με σιδεροποίκιλτα μπαλκόνια και διακοσμητικά κάγκελα στα πορτοπαράθυρα.

Η ενιαία ευρύχωρη σάλα ήταν μια αποκλειστικότητα των σπιτιών του Γαλαξιδιού, αφού εκτός από τις γιορτές, οι οικοδεσπότες-ναυτικοί χρειάζονταν χώρο για να επιδιορθώνουν τα ιστία των καραβιών, τις ψάθες (τετράπλευρο μεγάλο πανί) και τους φλόκους (βοηθητικό τριγωνικό πανί).

Τα παλιά σπίτια των πλοιοκτητών που επιβίωσαν μέχρι σήμερα, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτά των καπεταναίων της Υδρας και των Σπετσών. Είναι ευρύχωρα, συνήθως δίπατα, αλλά και τρίπατα με χαρακτηριστική τετράρριχτη κεραμοσκεπή και μικρά μπαλκόνια. Το εσωτερικό τους δείχνει πλουσιοπάροχο, καθώς είναι στολισμένο από διάφορα είδη καθημερινής χρήσης, φερμένα από την Ευρώπη, τα οποία αγόραζαν οι νοικοκύρηδες στα ταξίδια τους. Στα ταβάνια συχνά είναι σφηνωμένα τ’ άλμπουρα των ιστιοφόρων, ενθύμια από την «απόσυρση» που επέβαλε αργότερα η ατμοκίνηση.

Το σεργιάνι στο Γαλαξίδι ποτίζει αρμύρα μέχρι και το τελευταίο σου κύτταρο. Περπατώντας στα σοκάκια πάνω από την παραλιακή, η θάλασσα σού ρίχνει γαλανές ματιές καθώς παίζει κρυφτό με τους τοίχους των σπιτιών, όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα. Ο οικιστικός ιστός απλώνεται σε όλη τη χερσόνησο δίνοντας τη δυνατότητα στο μάτι να εποπτεύει σφαιρικά τη θάλασσα σε όποιο σημείο και αν βρίσκεσαι. Ακόμη κι εκεί, ψηλά στο λόφο, όταν δεν θα τη βλέπεις, κάθε γωνιά του Γαλαξιδιού θα σου τη θυμίζει. Οι πλατείες, οι εκκλησιές, τα νεοκλασικά καπετανόσπιτα, οι σκουριασμένες άγκυρες, όλα απομεινάρια του θαλασσινού παρελθόντος, φέρνουν στο νου σου εικόνες από κάποιες καλές μέρες μιας άλλης εποχής, τότε που το Γαλαξίδι ζούσε από τη θάλασσα κι ευημερούσε.

Το 19ο αιώνα το Γαλαξίδι ήταν ο δεύτερος ναυτιλιακός κόμβος της Ελλάδας μετά τη Σύρο και ο στόλος του απαριθμούσε 350 ιστιοφόρα Το 19ο αιώνα το Γαλαξίδι ήταν ο δεύτερος ναυτιλιακός κόμβος της Ελλάδας μετά τη Σύρο και ο στόλος του απαριθμούσε 350 ιστιοφόρα Σήμερα όλα είναι διαφορετικά. Αν και το λιμάνι είναι γεμάτο από πολύχρωμες ψαρόβαρκες και καΐκια, η ναυτοσύνη των ντόπιων περιορίζεται πια στο ψάρεμα για τον επιούσιο. Ο τουρισμός είναι η πρόκληση των τελευταίων ετών που έχει μπει δυναμικά στη ζωή των κατοίκων όλες τις εποχές του χρόνου, χωρίς όμως να έχει ανατρέψει τις ισορροπίες. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του οικισμού έχει διατηρηθεί ευτυχώς αναλλοίωτος και τελικά αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο της τουριστικής ανάπτυξης.

Η ναυτοσύνη στο… μουσείο

Αξίζει να επισκεφθείς το Ναυτικό και Ιστορικό Μουσείο, το πρώτο του είδους στην Ελλάδα, που συστάθηκε το 1928 με προτροπή του κοινοτάρχη Ευθύμιου Βλάμη. Είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια του δήμου και των κατοίκων, οι οποίοι με προσωπική συνδρομή το ολοκλήρωσαν σε βάθος χρόνου. Αλμπουρα, ακρόπρωρα, τιμονιέρες, άγκυρες, εξάντες, κιάλια, ναυτικά εργαλεία, ημερολόγια καταστρώματος, χάρτες, όλα μνημόνια της ναυτικής κληρονομιάς του Γαλαξιδιού εκτίθενται με θαυμάσιο τρόπο στις αίθουσές του.

Σκούνες, μπρατσέρες, μπρίκια και λόβερ (τύποι ιστιοφόρων), κάποια πιστά αντίγραφα φτιαγμένα σε μινιατούρες, άλλα αποτυπωμένα σε ζωγραφικούς πίνακες, εντυπωσιάζουν το ίδιο με την αισθητική τους αρμονία και την ποικιλία τους ακόμη και τον πιο «αδιάβαστο» επισκέπτη.

Το γούρι των καπετάνιων ήταν τα πανέμορφα ξυλόγλυπτα ακρόπρωρα, που άλλοτε σαν ολόσωμες γυναικείες μορφές, άλλοτε σαν γοργόνες, κρέμονταν κάτω από το πλωριό άλμπουρο συμβολίζοντας την ψυχή του καραβιού, αλλά και τη δύναμη που είχε, σύμφωνα με την παράδοση, να ξορκίζει το κακό και να φέρνει πλούτο στο πλήρωμα. Μόνο σε περίπτωση θανάτου του καπετάνιου το ακρόπρωρο βαφόταν μαύρο, σε ένδειξη πένθους.

Σημαντική επίσης είναι η αρχαιολογική συλλογή με ευρήματα κυρίως από το αρχαίο Χάλαιο. Μάλιστα μια από τις σημαντικότερες καταγραφές μεταβυζαντινών χειρογράφων γύρω από τη Λατινοκρατία και την Τουρκοκρατία στην Ελλάδα, «το Χρονικό του Γαλαξειδιού» (18ου αιώνα), φυλάσσεται εδώ.

Δεν θα επιμείνω στα αξιοθέατα του Γαλαξιδιού, που είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Εξάλλου ποιος δεν θα διακρίνει από μακριά τη μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αϊ-Νικόλα που δεσπόζει στην κορφή του οικισμού.

Ποιος δεν θ’ αναζητήσει την Αγία Παρασκευή του 17ου αιώνα με το ηλιακό ημερολόγιο χαραγμένο στο δάπεδο, ή δεν θα επισκεφθεί το ενδιαφέρον Λαογραφικό Μουσείο με κομμάτια από τη ζωή των καπετανόσπιτων…

Μια στάση στο παραδοσιακό καφενείο του Θεμιστοκλή, όπου κάποτε έδιναν ραντεβού οι καπετάνιοι, μια περιπλάνηση στα μαγαζάκια της αγοράς κι έπειτα λίγη χαλάρωση στην προκυμαία δίπλα στα πολύχρωμα καΐκια ταΐζοντας τις πάπιες, είναι στιγμές μικρές, απλές, όμως αξέχαστα ευχάριστες.

Το λιόγερμα σαν βρεθείς στον Χηρόλακκα κάθησε για λίγο στο παγκάκι της προκυμαίας δίπλα στη σκουριασμένη άγκυρα και ατένισε τα ήρεμα νερά του Κρισαίου κόλπου ν’ ανατριχιάζουν στο τελευταίο μελτεμάκι της μέρας. Ισως εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού δεις το θεόρατο στοιχειωμένο μπάρκο του Σκελετόβραχου.

Ναι, ο «Αϊ-Νικόλας» είναι… Αρμενίζει σιωπηλά με τον καπετάνιο του στην πρύμνη να μαζεύει τα πανιά και τη γοργόνα στο ακρόπρωρο να σου γνέφει το στερνό αντίο…

Ο οινοερευνητής Γιώργος Μακρής προτείνει:

Παρ’ ότι στη Φωκίδα καταγράφονται περί τα 3.500 στρέμματα αμπελιών, υπάρχει μόνο ένα οργανωμένο οινοποιείο, οι Αμπελώνες Παρνασσού του κ. Νίκου Αργυρίου στο Πολύδροσο (Σουβάλα) του Δήμου Παρνασσού.

Στο Γαλαξίδι λειτουργεί πάνω από 10 χρόνια η «Κάβα Νικοτάκης», το όνομα της οποίας προέρχεται από τα μικρά ονόματα των ιδιοκτητών της, αδελφών Νίκου και Παναγιώτη Λατσούδη. Εκεί, εκτός από κρασιά και ποτά, θα βρείτε τα γλυκά, τις μαρμελάδες και τα ζυμαρικά (χυλοπίτες, τραχανάς) του Συνεταιρισμού Γυναικών που λειτουργεί εδώ και 4 χρόνια στη Βουνιχώρα, το μικρό χωριό των 550 κατοίκων βορειοδυτικά του Γαλαξιδιού στα ορεινά του δήμου.

Η Κάβα Νικοτάκης εδώ και 10 χρόνια εμφιαλώνει, σε σχετικώς μικρές ποσότητες, το κρασί «Κελάρι» σε λευκό και ερυθρό. Τα τελευταία δύο χρόνια οι αδελφοί Λατσούδη έχουν στενή συνεργασία με το οινοποιείο του κ. Αργυρίου και τα δύο κρασιά τους προέρχονται από τον ιδιωτικό του αμπελώνα.

Το «Κελάρι Λευκό» είναι κυρίως από ροδίτη με λιγότερη μαλαγουζιά, κρασί φρέσκο με έντονο χρυσοπράσινο χρώμα, χαρακτηριστικό άρωμα εσπεριδοειδών, καλή οξύτητα και επίγευση. Το «Κελάρι Ερυθρό» είναι ισόποσα από καμπερνέ σοβινιόν και μερλό, έχει βαθυκόκκινο χρώμα, άρωμα σκουρόχρωμων φρούτων, έντονες ταννίνες και επίγευση μεγάλης διάρκειας.

gnm@winesurveyor.gr

η συνταγή

Ρεβανή η γαλαξιδιώτικη

Παραδοσιακό γλυκό του Γαλαξιδιού είναι η ρεβανή με την ιδιότυπη συνταγή της, που περιέχει ρύζι.

Τα παλιά τα χρόνια ψηνόταν σε ξυλόφουρνους και επειδή διατηρείται μεγάλο διάστημα εκτός ψυγείου, ήταν το γλυκό που έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στα καράβια. Στα Γαλαξίδι φτιάχνουν και το ραβανάκι, που είναι διαφορετικό γλυκό και μοιάζει με το γνωστό ραβανί.

Υλικά (για 1 ταψάκι 20 κομματιών):

1/2 κιλό ρύζι καρολίνα

1 λίτρο νερό

600 γραμμάρια ζάχαρη

200 γραμμάρια καλαμποκέλαιο

2 κουταλάκι γλυκού κανέλα, γαρίφαλο τριμμένο

καρφάκια γαρίφαλο

Εκτέλεση:

Σε μια κατσαρόλα με βαρύ πάτο βάζουμε το καλαμποκέλαιο να κάψει και έχοντας ζεστάνει το νερό το ρίχνουμε στην κατσαρόλα μαζί με τη ζάχαρη. Οταν διαλυθεί η ζάχαρη ρίχνουμε το ρύζι και ανακατεύουμε διαρκώς το μίγμα μέχρι να γίνει ένας πηχτός χυλός.

Το μίγμα είναι έτοιμο όταν ο χυλός ξεκολλάει από τα τοιχώματα της κατσαρόλας.

Ρίχνουμε το μίγμα σε λαδωμένο ταψί και ψήνουμε σε μέτριο φούρνο για 40 λεπτά. Βγάζουμε το ταψί από το φούρνο και με ένα μαχαίρι χαράζουμε τη ρεβανή δημιουργώντας ρόμβους (όπως στον μπακλαβά) και σε κάθε ρόμβο καρφώνουμε ένα γαρίφαλο.

Πασπαλίζουμε με το μίγμα κανέλας και γαρίφαλου και βάζουμε πάλι το ταψί στο φούρνο αλλά αυτή τη φορά στο γκριλ και σε θερμοκρασία 220oC για 10 λεπτά.

Κόβουμε τη ρεβανή όταν κρυώσει.

Ειρήνη Μάκου, Γαλαξίδι, Ν. Φωκίδας

Από:www.enet.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.