Ο Γοργοπόταμος και τα Καστέλλια

To: stoforos@yahoo.com
Date: Tuesday, November 30, 2010, 9:16 AM

“…Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο χαιρετισμό…”

Τραγουδάω στα παιδιά μου τα αντάρτικα τραγούδια. Όπως μου τα τραγούδαγε κι ο πατέρας μου… Τα τραγούδια μιας Ελλάδας περήφανης, γεμάτης ελπίδα…

Καθώς είναι η επέτειος της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, δυο συγκλονιστικά κείμενα ζωντάνεψαν στη μνήμη μου την ιστορία…

Ας μην αφήσουμε τη μνήμη να σβήσει…

Να πω ότι στις 6 Δεκεμβρίου του 1942, ως αντίποινα για την αματίναξη της Γέφυρας οι Ιτλαοί εκτέλεσαν στο χωριό μου τα Καστέλλια 14 πατριώτες.

Διαβάζω από την Ψυχή Βαθειά του Γιώργη Χαλατσά, την αφήγηση του Δήμου Πολύχρονου από τα παλικάρια που συμμετείχαν στην επιχείρηση του Γοργοποτάμου, έχοντας καθοριστική συμβολή:

“…Κάτω στα Καστέλλια, απόξω απ’ το χωριό σ’ ένα χωράφι, ιταλοί καραμπινιέροι εκτέλεσαν δεκατέσσερις για τον Γοργοπόταμο. Ήταν άντρες απ’ την Υπάτη, κάτι πρόεδροι, ένας γεωπόνος απ’ τη Σουβάλα, κάποιος τσαγκάρης κι ένας φοιτητής 19 χρονών από τη Λαμία, άλλος απ’ την Ευρυτανία κι ένας Πριόβουλος απ’ την Κουκουβίστα. Νύχτα τους φέραν με τ’ αυτοκίνητα και το πρωί που χάραξε η μέρα τους δέσαν τα χέρια ένα κύκλο κι αυτοί από πάνω στα βράχια είχαν κάνει ένα μισοφέγγαρο και τους ρίξαν. Σαν τους κουβάλησαν οι καστελλιώτες στο νεκροταφείο να τους θάψουν, πήραν να διαβάσουν τα γράμματα πούχαν γράψει στα σπίτια τους. ήταν έξη γράμαμτα, πεταμένα κρυφά στο δρόμο τη νύχτα που τους φέρναν. Άρχισε ο παπάς που τους μετάλαβε το πρώτο γράμμα, έβαλε τα κλάμματα. Το πήρε ο πρόεδρος να το αποδιαβάσει, τον έπνιξαν οι λυγμοί. Ύστερα ένας -ένας που τόπαιρνε στα χέρια του τάφηνε ατέλειωτο. Ακρής κι ακρής το γράμμα δε διαβάστηκε, ένα χωριό έκλαιγε. Ήταν του φοιτητή της Λαμίας στη μάνα του…”

Για το ίδιο περιστατικό ένα ποίημα του ζωγράφου Πανου Ελευθερίου, που βγήκε από τα συρτάρια του για να δει πρώτη φορά το φως στο τελευταίο τέυχος της εφημερίδας Καστελλιώτικα Νέα:

Η ώρα τρεις ακούστηκε ένα ποδοβολητό

μες το λιθόστρωτο από πέρα ένα πρωινό.

Δεμένα αράδα με ένα σκοινί σαν τα μοσχάρια

έχουν πιασμένα δεκατέσσερα του τόπου παλικάρια.

Οι Ιταλοί τους μπλόκαραν στου τραίνου το σταθμό

για να ξοφλήσουν την αυγή κάποιον λογαριασμό.

Πέρα στο ρέμα πέρασαν σε οργωμένη γη

και εκεί τους ετοιμάσανε να κάνουν τη σφαγή.

Ακούστηκαν βγαίνοντας ο ήλιος απανωτές ριπές

και η στενή αντιλάλησε στου πόνου τις κραυγές.

Από δρεπάνι σαν στάχυα πέσανε τα κορμιά τους

θολώσανε τα μάτια τους, σβήσαν τα όνειρα τους.

Ρογχάζοντας μπρούμυτα, πνιγμένοι μες το αίμα

ψάχνοντας για κεφάλια ο φονιάς σφηνώνει από μια σφαίρα.

Ανάστατοι, περήφανοι φορτώσαμε στους ώμους τα κορμιά

και τα περάσαμε σιγά σιγά πέρα απ’ την ποταμιά.

Και βιαστικά ανοίξαμε γούρνα πολύ πλατιά

και όλους μαζί τους χώσαμε με πόνο στην καρδιά.

Σε λίγες μέρες έφθανε του καθενός η μάνα

και πήγαν και χτυπήσανε πένθιμα την καμπάνα.

Σκάψαμε και ξεχώσαμε τα άμοιρα παιδιά τους

και πήρανε για μια φορά ξανά στην αγκαλιά τους.


Ανάρτηση Από τον/την kostasst στο Ημερολόγιο ενός πατέρα τη 11/29/2010 11:48:00 μμ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.