«Έφυγε» από την ζωή ο Στάθης Κάβουρας

Στάθης Κάβουρας:Είμαστε συνθέτες χωρίς όνομα

Γεννήθηκε στο Δροσοχώρι Φωκίδος το 1932. Ξακουστός σύγχρονος τραγουδιστής της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής επίσης, τραγουδοποιός. Άτομο με παραδειγματικό καλλιτεχνικό και κοινωνικό ήθος έχει συμβάλλει σημαντικά στην προβολή των ελληνικών παραδοσιακών μουσικών αξιών.

Γιος αριστερού αντάρτη (που έμεινε στις φυλακές από το 1946 ως το 1957, χωρίς άλλη κατηγορία εκτός της ιδεολογίας του!) ανέλαβε το βαρύ καθήκον, αν και ανήλικος, να μεγαλώσει τα 5 μικρότερα αδέλφια του…

Υπογράφει: Στάθης Κάβουρας
16/03/2011

Εμείς οι καλλιτέχνες που υπηρετήσαμε το δημοτικό τραγούδι, δηλαδή το τραγούδι του λαού μας, έχουμε μεγάλα παράπονα, από την πολιτεία αλλά και τους δημοσιογράφους.

Θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω το γιατί.Έχω πάνω από τετρακόσια δικά μου τραγούδια, εννοώ μουσικές. Μελοποίησα τον Κώστα Κρυστάλη, έχω μελοποιήσει τραγούδια άλλων στιχουργών γύρω στα διακόσια τραγούδια του Κώστα Μπιλίρη, που έγιναν δίσκοι.Δυστυχώς εδώ ο συνθέτης αυτού του είδους του τραγουδιού που είπαμε εμείς δεν είχε την τύχη να τιμηθεί σαν συνθέτης, αλλά πέρασε ότι είναι τραγούδι του λαού. Δεν είναι έτσι.Εμείς δεν μείναμε σαν συνθέτες παρά μείναμε σαν τραγουδιστές. Η σύνθεση της μουσικής που κάναμε δεν πέρασε όπως χρεωθήκανε όλοι οι συνθέτες όλων των άλλων τραγουδιών «χρεωθήκανε» την σύνθεση, χρεωθήκανε το τραγούδι. Να αναφερθώ σε ονόματα.

Ο Τσιτσάνης έκανε το δικό του έργο. Ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, χίλιοι δυο για να μην αδικήσω κάποιους ανθρώπους, ο Καλδάρας, ο Ζαμπέτας, ο Κολοκοτρώνης χίλιοι δυο άλλοι χρεωθήκανε τραγούδια τα οποία τα φτιάξανε αυτοί. Ο Λοΐζος και οι νεότεροι και όλοι αυτοί σαν συνθέτες. Εμείς λοιπόν δεν περάσαμε σαν συνθέτες. Γιατί; Που γράψαμε τόσο ωραία τραγούδια, τόσο ωραίες μουσικές που αγαπηθήκανε από τον κόσμο. Αυτό είναι το μεγάλο παράπονο και το μεγάλο πνίξιμο. Διότι δεν μας χρεώσανε δηλαδή ότι αυτή είναι η μουσική του Στάθη του Κάβουρα ή μουσική του τάδε του τάδε. Γιατί πάρα πολλοί δικοί μας γράψανε πολλά τραγούδια. Υπήρχανε εποχές που είχε ανάγκη ο τόπος από καινούργιο τραγούδι και το καινούργιο έπρεπε κάποιοι να το γράψουνε.

Όλοι λοιπόν αυτοί που το είπανε λαϊκό, το είπανε έντεχνο, το είπανε ελαφρύ, το χρεωθήκανε κιόλας. Και μέσα από τα τραγούδια των συνθετών βγήκανε και οι τραγουδιστές αυτοί οι τραγουδιστές που υπάρχουν σήμερα και κάπου το παίζουν σαν σωτήρες του Ελληνικού τραγουδιού, και σαν σωτήρες της Ελλάδας και έχουν γνώμη για όλα τα πράγματα. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν, κάνανε πάρα πολύ καλές δουλειές, αγαπηθήκανε πολύ από τον κόσμο. Είναι η μεγάλη προσφορά και στο λαϊκό και στο ελαφρύ και σε όλα. Αλλά ένα άλλο κομμάτι πολύ μεγάλο είναι και αυτό του δημοτικού τραγουδιού, αυτού του είδους που πάρα πολύς κόσμος το εκπροσώπησε κι επίσης απέραντος ο κόσμος που το αγάπησε. Για να μην σου πω ότι είναι πιο πολύς ο κόσμος αυτός που τραγούδησε και έπαιξε και έδωσε πολιτισμό και κουλτούρα στο πιο ορεινό χωρίο και στην μεγαλύτερη έκταση της Ελλάδας. Δηλαδή που ανέβηκε μονοπάτια, που ανέβηκε χωματόδρομους, που ανέβηκε καρόδρομους, που ανέβηκε με τα πόδια, αυτός ο κόσμος του είδους αυτού αδικήθηκε. Και αδικηθήκανε μαζί με αυτούς και οι συνθέτες που γράψανε τα τραγούδια. Ένας από αυτούς είμαι και εγώ.

Έχω την εντύπωση – ότι φταίει πρώτα – πρώτα το κράτος. Δεν ξέρει τον κόσμο του, δεν ξέρει ποιοι ήταν οι άνθρωποι του, ποιοι ήτανε την τάδε εποχή, ποιοι ήτανε την άλλη για όλα τα πράγματα. Αφήνει αυτή την ιστορία σε ορισμένους ανθρώπους, οι οποίοι κάτω από τα συμφέροντα, από δική τους σκέψη, δική τους κουλτούρα τα προβάλλουν. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους εκδότες και τους δημοσιογράφους κυρίως. Αυτοί είναι όλοι που κάνουνε αυτή την ιστορία. Διότι έχουν πιθανόν συμφέροντα ή δεν ξέρουνε. Αν και δεν πιστεύω ότι δεν γνωρίζουνε. Γιατί οι πιο πολλοί είναι παιδιά της επαρχίας και ξέρουν τι είναι το Ελληνικό τραγούδι, ποιο είναι το είδος του τραγουδιού που έχει υπηρετήσει τον λαό. Αλλά τουλάχιστον να μην αδικήσουνε κανέναν.

Δεν ασχολήθηκε με εμάς κανένας. Δηλαδή εμένα δεν με φώναξε κανείς να μου πει πόσα τραγούδια έχεις γράψει, τι μουσική, ποιανού είναι ο στίχος, ποιανού είναι το τραγούδι που απευθύνεται, τι εξυπηρέτησε. Αν υπάρχει, αν περπάτησε, τι έκανε, δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς με εμάς. Και γι’ αυτό φταίνε βέβαια οι δημοσιογράφοι και το κράτος το ίδιο που επαναπαύτηκε σε ανθρώπους οι οποίοι δεν θέλανε ή είχαν πιο πολλά συμφέροντα από το άλλο είδος τραγουδιού. Και δεν χάθηκε μόνο αυτό, χαθήκανε και ένα σωρό άλλα πράγματα. Για δεκαετίες έλαμψε το ελαφρό τραγούδι. Σπουδαίοι εκπρόσωποί του και εξαιρετικές καταθέσεις χαθήκανε. Υπήρχε η καντάδα, υπήρχαν ένα σωρό άλλα είδη τραγουδιού. Δεν μίλησε κανείς για αυτούς τους ανθρώπους, όπως δεν μίλησαν ούτε για το Δημοτικό. Μεγάλες οικογένειες οργανοπαιχτών, δεξιοτέχνες μεγάλοι οι οποίοι χαθήκανε μέσα στον χρόνο και δεν υπάρχουνε. Τώρα θα πω παρακάτω, δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά θα το πω.

Υπήρξανε κάποιοι οι οποίοι «το παίξανε εθνικοί ήρωες» όπως ήταν ο Σίμων ο Καράς, ο οποίος έκανε μια δουλειά, έκανε μια συλλογή από το είδος του τραγουδιού. Αλλά δεν την έκανε από τους καλούς τραγουδιστές, από τους καλλίφωνους, από τους συνθέτες του είδους. Έτσι επηρεασμένοι όλοι οι παράγοντες της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, σήμερα δεν ακούς κανένα δημοτικό τραγούδι από κανέναν σταθμό από καμία τηλεόραση. Επαναπαύονται ας πούμε σε έναν άνθρωπο που του έχουν αναθέσει το όλο ζήτημα, ο οποίος λέγεται Μυλωνάς. Πιστεύω ότι κάνει καλή δουλειά, με συλλόγους, παρουσιάζει συγκροτήματα χορευτικά και τον εξυπηρετούνε οι άνθρωποι του είδους αυτού, αλλά δεν μιλάει ποτέ για τους δημιουργούς. Τι είπανε, ποιος έγραψε τα τραγούδια αυτά που τραγουδάνε, τι έγινε δε μίλησε κανένας ποτέ. Επηρεασμένοι λοιπόν και οι δημοσιογράφοι και οι τηλεοράσεις και όλοι φράξανε τον δρόμο πάνω σε αυτό. Και το αποτέλεσμα φαίνεται.

Τι υπάρχει σήμερα; Ποιο τραγούδι κυριαρχεί; Που πάει η νεολαία; Ποια είναι τα τραγούδια; …έχει γίνει ένα είδος, τ τραγούδι σλόγκαν, γίνονται ονόματα της ώρας και του χρόνου. Οικονομάνε λεφτά πολλά, τραβάνε την νεολαία και πάει εκεί πέρα χωρίς να υπάρχει τίποτα να πουν ή να ακούσουν στην ουσία. Δεν ξέρει κανείς που μπορεί να οδηγήσει αυτή η κατάσταση. Αυτό είναι ένα πνίξιμο για εμάς που ζήσαμε μια πιο ήρεμη κοινωνία, που σταλιά – σταλιά πέρναγε το τραγούδι στην κοινωνία, το άκουγε με πολύ σεβασμό όλα τα είδη του τραγουδιού. Υπήρχανε ειδικοί ακροατές σε όλα τα είδη που ακούγανε. Και σήμερα ο κόσμος δεν ξέρει τι ακούει και πως το ακούει . Έχει μείνει το τραγούδι στο σλόγκαν, στο αστείο, στο χαβαλέ και εδώ χάνεται μια ιστορία ολόκληρη. Και δεν ξέρω, που θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση.

Είναι δύσκολο να μπορέσεις να σταθείς σαν ελεύθερος επαγγελματίας του τραγουδιού. Δηλαδή, ο επαγγελματίας τραγουδιστής, ο επαγγελματίας μουσικός, αυτός που ζει από το αυτό το επάγγελμα, αυτός που ξέρει καλύτερα γιατί έχουμε επαγγελματίες σε όλα τα είδη. Είναι οι άνθρωποι που ζήσανε στις πολιτείες και μεγαλώσανε οικογένειες και παιδιά από αυτό το επάγγελμα. Αυτό το επάγγελμα το στήριξε ο λαός. Αυτός τον πλήρωνε αυτόν τον καλλιτέχνη και αυτός τον πληρώνει ακόμα αν θέλεις και στο πανηγύρι και στον γάμο. Αυτός τον διατήρησε, γιατί τον είχε ανάγκη, γιατί τον χρειαζότανε και τον χρειάζεται. Αυτόν τον άνθρωπο ο οποίος έχει μια επικοινωνία, που του δίνει την παραγγελία και του δίνει το χέρι και του λέει παίξε αυτό βρε φίλε, παίξε μου αυτό για τον γάμο, παίξε μου αυτό για το πανηγύρι, αυτός είναι ο κόσμος μας.

Να πούμε για τους άλλους με τα φώτα τα πολλά και με τους προβολείς, που δεν βλέπουνε καθόλου την κοινωνία κάτω. Μπαίνουν και βγαίνουν από το καμαρίνι, χωρίς να βλέπουνε κανέναν άνθρωπο. Δεν πιάνουν το χέρι κανενός από αυτούς σε αντίθεση με το χαρακτήρα του δημοτικού τραγουδιού και των καλλιτεχνών του που έχουν άμεση επαφή με το λαό. Το μεν ένα είναι θέαμα το δε άλλο είναι ουσία. Το θέαμα είναι σλόγκαν, είναι πρόχειρες ιστορίες. Γιατί όταν λέμε λαϊκή βάση, λαϊκό έρεισμα, εννοούμε μέσα σε ένα χωριό που είναι 1000 άτομα να σε ξέρουν και οι χίλιοι άνθρωποι ή να μην σε ξέρει ένας ή κανένας. Αυτή λέγεται λαϊκή βάση.

Γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Δυστυχώς έχουμε χάσει και πάρα πολλούς, φίλους οικογενειακούς, κολλητούς, ανθρώπους που αγαπήσανε πολύ τα τραγούδια μου. Παίρνω καμιά φορά το ημερολόγιό μου εδώ και σβήνω ονόματα, όπως κάποια φορά θα μας σβήσουνε και εμάς κάποιοι άλλοι. Θα θυμηθώ όμως, θα πω συγκεκριμένα άτομα που παίξανε ρόλο, φιλικό – αδερφικό – οικογενειακό στην ζωή μου – που άκουγαν τα τραγούδια μου. Γιατί ο καλλιτέχνης είναι το μόνο που θέλει είναι ανθρώπους που να τον αγαπάνε και ν’ αγαπάνε τα τραγούδια του. Υπήρχαν και φίλοι που με αγαπούσανε για άλλα πράγματα. Λίγοι ήτανε αυτοί. Όταν λέμε φίλοι προσωπικοί βέβαια ο άνθρωπος πάντα έχει κάποιους ανθρώπους κοντά του – φίλους που λέει τον πόνο του – και του λένε τον δικό τους. Φίλοι δηλαδή οικογενειακοί. Αυτό όμως που στηρίζει τον καλλιτέχνη πιο πολύ είναι ο λαός είναι ο κόσμος. Δηλαδή άμα έχεις ένα μαγαζί που παίρνει 300 άτομα και έχεις πέντε φίλους οι οποίοι έρχονται με την παρέα τους και είναι και απαιτητικοί – θέλουνε το πρώτο τραπέζι – θέλουνε τα δικά τους τραγούδια, και βλέπεις ένα κόσμο που έρχεται κοντά σου και ξέρει τα τραγούδια σου και σ’ αγαπάει… χωρίς να τους ξέρεις καν χωρίς να τους γνωρίζεις, αυτοί είναι οι άνθρωποι που σε στηρίζουν πιο πολύ. Γιατί οι προσωπικοί φίλοι να στηρίξουνε έναν καλλιτέχνη δεν φτάνουνε. Απλώς τους θέλει ο ίδιος ο καλλιτέχνης αυτούς για την παρέα. Αλλά αυτός που τον στηρίζει είναι ο λαός.

Εγώ πράγματι είχα πολλές εμπειρίες από τον κόσμο. Μεγάλες αγάπες και «καψούρες», θα δανειστώ αυτή την λέξη που δεν την λέω και δεν τη συνηθίζω πολύ. Αλλά καψούρες στα τραγούδια μου. Παλιότερα που υπήρχανε τα τζουκ μποξ στα χωριά παντού μου λέγανε όταν πήγαινα ότι: «Κάθε δίσκος σου που ερχότανε βρε Στάθη γινόταν ένα πανηγύρι εδώ πέρα. Πανηγύρια κάθε βράδυ». Ο κόσμος μέσα από τα τραγούδια έβρισκε τον εαυτό του τον ίδιο. Και μας αγαπούσε πραγματικά. Αυτός ήτανε ο κόσμος που μας κράτησε τόσα χρόνια. Γιατί αυτό έχει αξία. Να μπορέσεις να κρατηθείς μέσα σ’ αυτό το επάγγελμα διαχρονικά. Και όταν πενήντα χρόνια τώρα τραγουδάμε και ο κόσμος μας έχει στηρίξει, βλέπεις ανθρώπους που θυμούνται τα τραγούδια καλύτερα από εμένα. Και με ρωτάνε κιόλας, τα θυμάσαι τα τραγούδια σου όλα; Δυστυχώς δε τα θυμάμαι, μου τα θυμίζει ο κόσμος, κι εγώ δε τα θυμάμαι.

Που να θυμάσαι 800-1000 τραγούδια που να τα θυμάσαι. Έπρεπε να ξέρουμε όλο το παραδοσιακό τραγούδι και να ξέρω και τα δικά μου. Από τα δικά μου είναι πολλά τραγούδια της δεκαετίας του 1960 που δεν θυμάμαι τον στίχο όλο. Μπορεί να θυμάμαι την πρώτη φράση το δεύτερο και να μην θυμάμαι το άλλο. Και σε πανηγύρια σε πάλκα επάνω τα θυμόντουσαν πιο πολύ οι τραγουδιστές οι άλλοι και ρώταγα τι λέει παρακάτω. Εμπειρίες μεγάλες. Η αγάπη του κόσμου είναι αυτή που σε κρατάει και σου δίνει το κουράγιο για να τραγουδάς καλύτερα και να δίνεις σημασία σ’ αυτό που κάνεις. Γιατί κακά τα ψέματα το δημοτικό τραγούδι είναι η ψυχή του λαού, δεν είναι θέαμα, δεν είναι χειροκρότημα, δεν είναι σλόγκαν. Είναι βάση μεγάλη για το λαό. Είναι το είδος που μπαίνει μέσα στην ψυχή του Έλληνα και κυρίως στους χώρους που κινηθήκαμε εμείς, της υπαίθρου. Ήτανε Θήβα – Λιβαδειά – Λαμία – Θεσσαλία – Ήπειρο – Ρούμελη, Πελοπόννησο, νησιά κ.ο.κ. Αλλά κι εδώ στην Αθήνα μέσα στα κέντρα είχες να κάνεις με όλο τον κόσμο σχεδόν, και έπρεπε να ξέρεις όλα τα τραγούδια. Αν είσαι τραγουδιστής της Αθήνας πρέπει να ξέρεις όλο το ελληνικό ρεπερτόριο για να μπορέσεις να επιβιώσεις πάνω στο παλκοσένικο. Και εγώ που αναλάμβανα ευθύνες, που έκανα συγκροτήματα, που είχα δικά μου μαγαζιά, έπρεπε να έχω κάλυψη για όλο τον κόσμο. Αυτά που δεν ήξερα εγώ, που δεν μπορούσα να πω εγώ έπαιρνα άλλους να τα λένε.

Δεν ξεχωρίσαμε ποτέ τα ρεπερτόρια, εγώ πάντα ήθελα το καλό ελληνικό τραγούδι. Αυτό ήθελα και σ’ αυτό πάντα ποντάριζα. Ίσως και γι αυτό κρατήθηκα. Βέβαια το κράτος θα το ξαναπώ, έχει υποτιμήσει πάρα πολύ τουλάχιστον στην σημερινή εποχή το δημοτικό τραγούδι. Προσφέραμε πολιτισμό και χαρά στους απλούς ανθρώπους της Ελλάδας. Είδος που δεν επιχορηγήθηκε ποτέ από κανέναν παρά μόνο από τον λαό, από το υστέρημά του λαού. Αυτός μας πλήρωσε.

Βλέπεις σήμερα λοιπόν ότι δοξάζονται και τιμούνται άνθρωποι που, εντάξει έχουν μια προσφορά στην κοινωνία, αλλά δεν δικαιούνται το 100% της μουσικής και της κουλτούρας του τόπου αυτού. Είναι άδικο και δεν είναι αυτό καθεαυτό το ελληνικό τραγούδι. Και τους ξέρει όλος ο κόσμος. Μάλιστα σε μια εκπομπή που με είχαν καλέσει η δημοσιογράφος Δήμητρα Κουντούνα, στην ΕΡΤ1 και ο δημοσιογράφος κ. Οικονομέας, – ήταν 4 Απρίλη του 1990 – θεώρησα σωστό να πω ένα τραγούδι “ήτανε τότε τον Απρίλη του 41/και τι να θυμηθείς/αλλού να ψάχνω για εσένα/και αλλού να τρέχεις να σωθείς/. Μαυρορίξανε ντουφέκια/σε βουνοκορφές” και έχει συνέχεια το τραγούδια αυτό, με ρώτησε και μου λέει τότε πρέπει να ξέρεις πολύ καλά τα τραγούδια τ’ αντάρτικα της Αντίστασης. Λέω: «εγώ τα ξέρω αλλά άλλοι τα κάνανε εργαλεία που δεν έχουν ιδέα από Αντίσταση και αγώνες του λαού». Τα κάνανε εργαλεία και κονομήσαν χρήματα. Τα εξαργυρώσανε αυτά τα μηνύματα και αυτούς τους αγώνες των ανθρώπων δυστυχώς. Εμείς απλώς τα ξέραμε.

Πάντως πιστεύω ότι η ιστορία δεν θα συγχωρήσει κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους που τα κονομάνε και τρέχουν από εδώ και από εκεί και ασκούνε εξουσία στον τόπο.
Χρήστος Κισατζεκιάν

http://www.ogdoo.gr

http://amfissapress.gr/

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.